Κάθε φορά που έχουμε ειδεχθή εγκλήματα, έρχεται ξανά στην επιφάνεια το δίλημμα, ναι ή όχι στη θανατική ποινή;
Από τη μία οι πολέμιοί της την θεωρούν απάνθρωπη, με το επιχείρημα ότι κάθε ανθρώπινη ζωή πρέπει να είναι σεβαστή και αναφαίρετη. Ακόμη κι αυτή ενός εγκληματία. Από δω προκύπτει και το επιχείρημα, αφού η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής είναι πράξη άδικη και αξιόποινη, το ίδιο ισχύει και για την ίδια τη θανατική ποινή, γιατί είναι αφαίρεση της ζωής ενός ανθρώπου.
Από την άλλη οι υπέρμαχοί της πιστεύουν, ότι είναι κατάλληλη για εγκλήματα όπως ο φόνος, ο βιασμός ή η παιδεραστία και ότι η θανάτωση του εγκληματία προσφέρει τη μέγιστη δυνατή ανακούφιση στον κύκλο του θύματος, καθώς και αποτρεπτικό παράγοντα για τους επίδοξους εγκληματίες.
Παρόλα αυτά πουθενά βάση στατιστικών δεν έχει αποδειχθεί ότι η θανατική ποινή αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο για την καταστολή του εγκλήματος. Άλλωστε τα ποσοστά εγκληματικότητας στις χώρες που εφαρμόζεται, δεν έχουν μειωθεί.
Η θανατική ποινή μετρά πολλά έτη στην ιστορία. Στην αρχαιότητα και στο Μεσαίωνα αποτελούσε συχνή καταδίκη, ακόμη και για τα πιο μικρά αδικήματα. Ήταν η εσχάτη των ποινών, με ανταποδοτικό χαρακτήρα για τον δράστη και παραδειγματισμό για τους υπόλοιπους.
Στη Βυζαντινή και στη σύγχρονη εποχή, αν και η παρουσία της ήταν ακόμη αισθητή, άρχισε να υποχωρεί, λόγω μιας νέας προσέγγισης στο βαθύτερο νόημα της ποινής, αλλά και της κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η σύγχρονη αντίληψη θέλει την ποινή να μην έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αλλά σωφρονιστικό. Να κάνει τον δράστη να συναισθανθεί την ενοχή του και να αποφύγει την επανάληψη του αδικήματος, ενώ παράλληλα θα δρα παραδειγματικά για τους υπόλοιπους.
Η θανατική ποινή καταργήθηκε σε περιόδους ειρήνης, εκτός από το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας κατά τη διάρκεια πολέμου.
Στην Ελλάδα καταργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1993 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Σύμφωνα ωστόσο με το ισχύον διεθνές δίκαιο, δεν υπάρχει ρητή απαγόρευση της θανατικής ποινής, που να είναι δεσμευτική για όλες τις χώρες του κόσμου.
Πολλά κράτη έχουν αποδεχθεί την υποχρέωση να μην επιβάλλουν θανατική ποινή σε οποιεσδήποτε συνθήκες και εν καιρώ ειρήνης, ωστόσο ένας μικρός αριθμός κρατών φαίνεται ότι κινείται αντίθετα προς την παγκόσμια τάση που επικρατεί.
Το 2019, είχαν καταργήσει 142 χώρες τη θανατική ποινή, ενώ 56 εξακολουθούσαν να την επιτρέπουν. Η μόνη χώρα στην Ευρώπη που επιβάλλει τέτοιες ποινές είναι η Λευκορωσία.
Η βαρύτερη ποινή πλέον θεωρούνται τα ισόβια. Εάν δούμε ετυμολογικά τη λέξη, ισόβια σημαίνει κάθειρξη ίση με το χρονικό διάστημα ζωής του ανθρώπου. Αυτό όμως ισχύει μόνο ετυμολογικά. Όλοι ξέρουμε ότι τα ισόβια, δεν είναι ισόβια. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, όπως νομίζουμε, αλλά και άλλες χώρες.
Ήδη από τις 17.2.1976 η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ζητούσε από τα κράτη – μέλη την εξέταση της θεσμοθέτησης μιας δυνατότητας υφ’ όρου απόλυσης όσων καταδικάζονταν σε ποινή ισόβιου εγκλεισμού και είχαν εκτίσει ποινή 8-14 ετών. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί ότι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, εάν δεν υπάρχει προοπτική υφ’ όρου απόλυσης του κρατουμένου και δυνατότητα επανεξέτασής της συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση που παραβιάζει τις διατάξεις της ΕΔΔΑ.
Η ισόβια κάθειρξη στο ελληνικό ποινικό δίκαιο είναι πλέον η υψηλότερη μεμονωμένη ποινή που μπορεί να επιβληθεί, μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής. Σύμφωνα, με το άρθρο 105 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, η έννοια είναι πλασματική, δηλαδή καταδικασμένοι σε ισόβια κάθειρξη μπορούν να αποφυλακιστούν αν έχουν εκτίσει τουλάχιστον είκοσι (20) έτη της ποινής τους, ή δεκαοκτώ (18) έτη, σύμφωνα με νέο νόμο που ψηφίστηκε το 2021, αν έχουν υπερβεί το 70ό έτος της ηλικίας τους.
Προφανώς κανένα θύμα (ή η οικογένεια του θύματος στην περίπτωση δολοφονιών), δεν μπορούν να συγχωρήσουν με ευκολία τον θύτη. Για αυτό και σε μία δημοκρατική κοινωνία, δεν αποδίδουν δικαιοσύνη τα ίδια τα θύματα, αλλά υπάρχουν τα δικαστήρια που κάνουν αυτήν τη δουλειά.
Πηγή: editor.gr