Ανάλυση

Ιδιοκατοίκιση: Μείωση των επιπέδων για την Ελλάδα

Ανάλυση

Ιδιοκατοίκιση: Μείωση των επιπέδων για την Ελλάδα

Οι παράγοντες που συμβάλλουν στην μείωση της και η πορεία της απο το 1981.

Από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981, μέχρι τη δημοσιονομική κρίση του 2010 και την επιβολή των μνημονίων, και στη συνέχεια με την εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb, η χώρα πέρασε από την εποχή της εκτεταμένης ιδιοκατοίκησης σε αυτό που αποκαλείται πλέον «γενιά του ενοικίου». Οι νέοι δεν έχουν πλέον ως βασική επιδίωξη την απόκτηση ενός σπιτιού, καθώς η ιδιοκτησία κατοικίας μοιάζει σήμερα με πολυτέλεια ή με στόχο ανέφικτο.

Τα δεδομένα είναι αποκαλυπτικά. Η Eurostat καταγράφει πτώση της ιδιοκατοίκησης από το 84,6% το 2005 στο 69,6% το 2023 — μείωση 15 ποσοστιαίων μονάδων μέσα σε δύο δεκαετίες.

Τα χρόνια των μνημονίων αποτέλεσαν καθοριστική καμπή στην εξέλιξη της στεγαστικής κατάστασης. Μεταξύ 2016 και 2018, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μειώθηκε στο 73%. Το 2019 σημειώθηκε μια μικρή ανάκαμψη στο 75,4%, όμως έκτοτε ακολούθησε ξανά καθοδική πορεία, φτάνοντας στο 72,8% το 2022 και τελικά στο 69,6% το 2023, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Παρότι η ιδιοκατοίκηση εξακολουθεί να θεωρείται σημαντική για τους Έλληνες, η χώρα κατατάσσεται πλέον στην 20ή θέση μεταξύ 33 ευρωπαϊκών κρατών. Η υποχώρηση αυτή έγινε εντονότερη κατά την περίοδο της πανδημίας, η οποία ήρθε να προστεθεί στην οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η πτώση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στους νέους ηλικίας 25–34 ετών: από 25% το 2005 έχει πέσει μόλις στο 11% σήμερα.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι το 69% των νέων σε αυτή την ηλικιακή ομάδα εξακολουθεί να ζει με τους γονείς του. Ο βασικός λόγος δεν είναι μόνο η αδυναμία αγοράς κατοικίας, αλλά και το γεγονός ότι πολλοί δεν μπορούν ούτε να καλύψουν το κόστος ενοικίασης και συντήρησης ενός ανεξάρτητου νοικοκυριού.

Ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, Θεμιστοκλής Μπάκας, επισημαίνει ότι «την περίοδο 2019–2023 καταγράφηκε η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση στην ιδιοκατοίκηση. Το ποσοστό έπεσε στο 69,6%, δηλαδή χαμηλότερα από τα μνημονιακά χρόνια. Σε αυτό το διάστημα εκτιμάται ότι χάθηκαν περίπου 180.000 κατοικίες, κυρίως λόγω της άρσης της προστασίας της πρώτης κατοικίας και της αδυναμίας των πολιτών να αγοράσουν ακίνητο, γεγονός που άνοιξε την πόρτα σε μεγάλους επενδυτές».

Πολλοί ιδιοκτήτες αναγκάζονται να πουλήσουν τα ακίνητά τους για να καλύψουν δανειακές υποχρεώσεις που ανέλαβαν σε διαφορετικές οικονομικές συνθήκες. Παράλληλα, άλλοι προτιμούν να διαθέτουν τα ακίνητά τους σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης, καθώς αυτές αποφέρουν σημαντικά υψηλότερες αποδόσεις. Σύμφωνα με μελέτη της Grant Thornton για το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος, οι τιμές στα Airbnb είναι από 200% έως και 900% υψηλότερες σε σχέση με τις μακροχρόνιες μισθώσεις.

Η εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει μειώσει αισθητά τη διαθεσιμότητα κατοικιών προς πώληση ή ενοικίαση σε αρκετές περιοχές, οδηγώντας παράλληλα σε εκτόξευση των τιμών και καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την απόκτηση ιδιόκτητης στέγης. Το σοβαρότερο πλήγμα αφορά τη διαθεσιμότητα των ενοικιαζόμενων κατοικιών, ενώ δεν μένει ανεπηρέαστο ούτε το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης.

Οι ραγδαίες εξελίξεις στην αγορά ακινήτων αναδεικνύουν μια περίοδο μετάβασης: από το μοντέλο της ιδιοκατοίκησης των baby boomers, σε μια γενιά που στερείται πρόσβασης στην ιδιοκτησία. Οι τιμές αγοράς έχουν εκτοξευθεί — μόνο στην Αττική, οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 71,1% την περίοδο 2017–2024, ενώ πανελλαδικά η αύξηση έφτασε το 54,8%. Ωστόσο, το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών παρέμεινε κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι ο συνδυασμός χαμηλού εισοδήματος και αυξημένων τιμών έχει οδηγήσει σε σημαντική απόκλιση της Ελλάδας από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στο ζήτημα της στέγασης.

Πέρα όμως από την αγορά, η συντήρηση ενός ακινήτου έχει γίνει ακόμα πιο δαπανηρή, καθώς ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να συνυπολογίσει την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, το αυξημένο κόστος για την αποκατάσταση των φθορών, τις ενεργειακές αναβαθμίσεις, την υποχρεωτική ασφάλιση, αλλά και τους υπόλοιπους φόρους.

Την αύξηση των τιμών αγοράς, ακολουθούν κατά πόδας και οι τιμές των ενοικίων. Αποτέλεσμα είναι από την άνοδο των τιμών να πλήττονται εξίσου και οι ενοικιαστές. Το ποσοστό των ενοικιαστών στην Ελλάδα αυξήθηκε από 25 % το 2015 σε 30,3% στο τέλος του 2024, ενώ στην Ευρώπη συνολικά η αύξηση ήταν από 29,6% σε 31,6% . Κι όμως η λύση του ενοικίου δεν είναι απάντηση στην οικονομική αδυναμία απόκτησης ιδιόκτητης στέγης. Οι αριθμοί αποκαλύπτουν ότι πάνω από το 40 % του μισθού των νοικοκυριών διατίθεται για ενοίκιο. Μία από τις χειρότερες επιδόσεις στην ΕΕ.

Όλο αυτό το σκηνικό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι σχεδόν το 50% των νοικοκυριών ζουν με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2012, στις αρχές των μνημονιακών χρόνων, ήταν στο 39%, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι συνθήκες χειροτερεύουν με το πέρασμα των χρόνων.

You may also like