Οι ενεργειακές αλλαγές Τραμπ και η κρίση στις σχέσεις ΕΕ – Ρωσίας δημιουργούν δύσκολες ενεργειακές συνθήκες για την ήπειρο μας.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση πιο γρήγορες ενέργειες για την μείωση των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω μιας επιστολής προς την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Εντούτοις, δεν είναι γνωστό ποια θα είναι η απάντησή της ή τα σχέδιά της, καθώς η φον ντερ Λάιεν αναρρώνει από σοβαρή πνευμονία.
Ωστόσο, οι περισσότεροι αμφιβάλλουν ότι η Ευρώπη διαθέτει ένα ρεαλιστικό σχέδιο για να βρει άμεσες λύσεις στο ζήτημα της φθηνής ενέργειας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το φυσικό αέριο, το οποίο, όπως σωστά σημείωσε ο πρωθυπουργός, θα παραμείνει αναγκαίο για τα επόμενα 20 χρόνια τουλάχιστον.
Η φθηνή ενέργεια φαίνεται να αποτελεί ουτοπία για την Ευρώπη, ενώ η εισαγωγή ακριβού αμερικανικού LNG εμφανίζεται ως μια από τις κύριες λύσεις. Ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, απειλεί με νέους δασμούς αν η Ευρώπη δεν αυξήσει τις εισαγωγές αερίου και πετρελαίου από τις ΗΠΑ.
Η Wall Street Journal αποκάλυψε ότι ο Τραμπ σχεδιάζει προεδρικά διατάγματα για να επιταχύνει την παραγωγή υδρογονανθράκων στις ΗΠΑ, ενώ θα καταργήσει κανονισμούς που περιορίζουν τις εκπομπές CO2. Στόχος του είναι να καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες «κυρίαρχες» στον ενεργειακό τομέα, ενώ, υπό την προεδρία Μπάιντεν, η χώρα ήδη έχει αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου κατά 40% και είναι η μεγαλύτερη παραγωγός φυσικού αερίου παγκοσμίως.
Αναμένονται, λοιπόν, επιθετικές ενεργειακές πολιτικές από τις ΗΠΑ, οι οποίες θα επιδιώξουν να εξισορροπήσουν το εμπορικό τους έλλειμμα με την Ευρώπη και να υποστηρίξουν τη βιομηχανική τους αναγέννηση.
Με όλα αυτά, η Ευρώπη μένει μόνη να αναζητά άμεσα φθηνές ενεργειακές πηγές από άλλες χώρες, ενώ προβάλλει τη «πράσινη μετάβαση», την οποία όμως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα αν και πότε θα οδηγήσει σε ενεργειακή αυτονομία.
Η κατάσταση της ΕΕ επιδεινώνεται, καθώς έχει απορρίψει το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο και ταυτόχρονα αναγκάζεται να αυξάνει σημαντικά τις αμυντικές της δαπάνες, κάτι που θα οδηγήσει σε μείωση των πόρων για άλλες ανάγκες στους εθνικούς προϋπολογισμούς.