Η νομοθετική παρέμβαση ενισχύει ουσιαστικά τη δεύτερη ευκαιρία, αναστέλλοντας τις ποινικές διώξεις για χρέη πτωχών οφειλετών προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ και προβλέποντας την εξάλειψη του αξιοποίνου μετά την απαλλαγή.
Μια ιδιαίτερα σημαντική νομοθετική παρέμβαση της Γενικής Γραμματείας Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΓΓΧΤΔΙΧ), η οποία θεσπίστηκε με τον νόμο 5259/2025 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ στις 12 Δεκεμβρίου, εισάγει την αναστολή της ποινικής δίωξης για χρέη πτωχών οφειλετών προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ. Παράλληλα, προβλέπει την κατάργηση του αξιοποίνου σε περίπτωση απαλλαγής από τις σχετικές οφειλές, ενισχύοντας ουσιαστικά την εφαρμογή του θεσμού της «δεύτερης ευκαιρίας» για όσους κηρύσσονται σε πτώχευση και επιθυμούν να επανενταχθούν στην οικονομική δραστηριότητα.
Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος 4738/2020, γνωστός ως «Κώδικας Αφερεγγυότητας», προβλέπει τη διαγραφή του υπολοίπου των χρεών των πτωχευμένων μετά την πάροδο τριών ετών από την κήρυξη της πτώχευσης. Η προθεσμία αυτή περιορίζεται σε έναν χρόνο όταν η αξία της πτωχευτικής περιουσίας υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ και αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 10% των συνολικών οφειλών. Απαραίτητη προϋπόθεση για την απαλλαγή είναι να μην ασκηθεί προσφυγή από πιστωτή ή, εφόσον ασκηθεί, να απορριφθεί.
Σε παλαιότερες παρεμβάσεις είχε αναδειχθεί ένα σοβαρό πρόβλημα που σχετιζόταν με τη σύγκρουση του θεσμού της δεύτερης ευκαιρίας με το ισχύον ποινικό δίκαιο. Επειδή η μη καταβολή οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία συνιστά ποινικό αδίκημα, κατά το διάστημα αναμονής μέχρι την απαλλαγή οι πτωχοί οφειλέτες συχνά οδηγούνταν ενώπιον ποινικών δικαστηρίων για χρέη από τα οποία επρόκειτο να απαλλαγούν, χωρίς όμως αυτό να έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Δεδομένου ότι τα πλημμελήματα παραγράφονται σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι αναβολές ήταν περιορισμένες, ενώ το αυστηρότερο πλαίσιο ποινών και οι περιορισμοί στη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης ποινών άνω του ενός έτους δημιουργούσαν τον κίνδυνο στερητικών της ελευθερίας ποινών. Το αποτέλεσμα ήταν να υπονομεύεται στην πράξη ο ίδιος ο σκοπός της δεύτερης ευκαιρίας, αφού η απαλλαγή από τα χρέη ερχόταν ενδεχομένως όταν ο οφειλέτης είχε ήδη φυλακιστεί.
Στο πλαίσιο αυτό, με πρωτοβουλία της Γενικής Γραμματείας ΧΤΔΙΧ και κατόπιν σχετικών υπομνημάτων, προστέθηκε στον ν. 4738/2020 νέα διάταξη (άρθρο 198Α). Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι ποινικές διώξεις για καθυστέρηση καταβολής οφειλών προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς αναστέλλονται από την κήρυξη της πτώχευσης έως την οριστική απόφαση περί απαλλαγής του οφειλέτη και την παρέλευση της προθεσμίας εντός της οποίας αυτή μπορεί να ανακληθεί. Εφόσον η απαλλαγή καταστεί οριστική, το αξιόποινο των σχετικών πράξεων εξαλείφεται και ο πτωχός οφειλέτης δεν διατρέχει πλέον κίνδυνο απώλειας της προσωπικής του ελευθερίας.
Παρά τη σαφώς θετική αυτή ρύθμιση, εξακολουθεί να υφίσταται ένα χρονικό διάστημα ανασφάλειας, το οποίο μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα έξι έτη σε περίπτωση άσκησης προσφυγής. Ωστόσο, οι οφειλέτες που έχουν δηλώσει πλήρως την περιουσιακή τους κατάσταση και έχουν συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές μπορούν βάσιμα να αναμένουν τόσο τη διαγραφή των χρεών τους όσο και την απαλλαγή από τις ποινικές ευθύνες που απορρέουν από τη μη εξόφλησή τους.
Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ένα ζήτημα που αφορά την πρακτική εφαρμογή του ν. 4738/2020 και οδηγεί σε καθυστερήσεις της απαλλαγής. Το Δημόσιο και ο ΕΦΚΑ εξακολουθούν συχνά να καταθέτουν προσφυγές κατά της απαλλαγής πτωχών οφειλετών χωρίς να υφίσταται ουσιαστικός νομικός λόγος. Η πρακτική αυτή επιμηκύνει αδικαιολόγητα τη διαδικασία, επιβαρύνει τα Δικαστήρια με αβάσιμες υποθέσεις και δημιουργεί πρόσθετα έξοδα για τους οφειλέτες, οι οποίοι επιχειρούν να επανεκκινήσουν την οικονομική τους δραστηριότητα έχοντας απολέσει το σύνολο της περιουσίας τους προς ικανοποίηση των πιστωτών. Κρίνεται, επομένως, αναγκαίο η ΑΑΔΕ και ο ΕΦΚΑ να εκδώσουν σαφείς οδηγίες προς τις υπηρεσίες τους, ώστε να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητες προσφυγές και να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι δεν θα αντιμετωπίζουν κυρώσεις όταν αποφασίζουν τεκμηριωμένα να μην ασκήσουν ένδικα μέσα.
Συμπερασματικά, η νέα νομοθετική παρέμβαση της Γενικής Γραμματείας ΧΤΔΙΧ αποτελεί καθοριστικό βήμα για την ουσιαστική ενίσχυση του θεσμού της δεύτερης ευκαιρίας. Η Διοίκηση καλείται πλέον να στηρίξει εμπράκτως τη μεταρρύθμιση αυτή, τόσο για λόγους δικαιοσύνης όσο και για να διευκολυνθεί η ομαλή επανένταξη των υπερχρεωμένων πολιτών στην οικονομική ζωή.















