Μία εβδομάδα μετά το ζεϊμπέκικο της ήττας του Γιώργου, επειδή το καινούργιο ΠΑΣΟΚ πρέπει να στηρίζεται σε γερές ιστορικές βάσεις κι όχι σε fake news περί του παρελθόντος, νιώθω την ανάγκη να αποκαταστήσω τα πράγματα.
Τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» τη χόρεψε ο Ανδρέας το βράδυ των εκλογών του 1974, παιγμένη και τραγουδισμένη από τον ίδιο τον δημιουργό της, Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Ανδρέας, βλέποντας τον παλμό των προεκλογικών συγκεντρώσεων του νεογέννητου ΠΑΣΟΚ και απουσία δημοσκοπήσεων, είχε πιστέψει ότι ήταν διεκδικητής της εξουσίας. Εξ ου και το ουτοπικό σύνθημα των τότε οπαδών του «στις 18 σοσιαλισμός», καθότι οι εκλογές έγιναν στις 17 Νοέμβρη του 1974.
Οταν λοιπόν άνοιξαν οι κάλπες και είδε το θηριώδες 52,7% που έδωσε στον Καραμανλή η «σιωπηρά πλειοψηφία» και το δικό του γλίσχρο 13,5%, απογοητεύτηκε οικτρά. Οπότε έσκασε μύτη ξημερώματα στο μαγαζί του Τσιτσάνη και very holoskasmenos χόρεψε το περίφημο ζεϊμπέκικο που επανέλαβε 47 χρόνια αργότερα ο γιος του, σε ψαροταβέρνα των Εξαρχείων.
Οι φιγούρες του Ανδρέα στον ρυθμό της original «Συννεφιασμένης Κυριακής» ήταν ένα είδος δραματικού χορευτικού στοχασμού. Εκείνο το βράδυ είχε αποφασίσει να φύγει από την Ελλάδα και να επιστρέψει ηττημένος στην Αμερική, απόφαση που αναίρεσε την επομένη. Αντιθέτως, οι ελαφρώς άγαρμπες φιγούρες του Γιώργου στη «Συννεφιασμένη Κυριακή» από το YouTube, επί του παρόντος παραμένουν ανεξιχνίαστες ως προς τον συμβολισμό τους.
Σήμαιναν απόγνωση, απελευθέρωση, λύπη, ανακούφιση; Χορεύοντας αυτήν τη σημαδιακή νύχτα, εννοούσε ότι φεύγει, ότι έρχεται, ότι παραμένει, ότι το ξανασκέφτεται; Μήπως απλώς αντέγραφε τον μπαμπά του; Who knows? Η γυροβολιά του προσομοίαζε περισσότερο με τον τσάμικο του Οδυσσέα Ανδρούτσου γύρω από την παλιά βελανιδιά, που χόρεψε το «Κάτω στου βάλτου τα χωριά, στα πέντε βιλαέτια» και κάλεσε όσους θέλουν να κλειστούν μαζί του στο Χάνι της Γραβιάς να πιάσουν το μαντίλι; Ή μήπως με το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» του Νίκου Κούρκουλου, γύρω από τη δραματική φουφού στην οποία έκαιγε τα έπιπλα της ρημαγμένης ζωής του; Εδώ σε θέλω.
Υπενθυμίζω ότι ο Ανδρέας σταδιακά μετακινήθηκε από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» στο «Αυτός, ο άνθρωπος αυτός» της Ρίτας (Σακελλαρίου), ίσως διότι οι τελικοί νικητές αυτής της ζωής δεν συννεφιάζουν, αλλά αυτοδοξάζονται. Από εκείνη την παλαιά φουρνιά που έβαλε τις βάσεις του κραταιού ΠΑΣΟΚ, ο Μένιος έπαιζε παλαμάκια στον Ανδρέα, ο Ακης χόρευε ό,τι του κατέβαινε, ο Γεννηματάς δεν χόρευε (σε αντίθεση με τη Φώφη που ήθελε το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»), ο δε Λαλιώτης ήταν πολύ μουντρούχος για να σηκωθεί σε πίστα. Ο Κατσιφάρας χόρευε ό,τι του έλεγε ο πρόεδρος, ο δε Μητσάρας Τσοβόλας (που σήμερα κάνει πολιτική με όχημα την «αθωότητα» του Παπαγγελόπουλου) κατέβαινε κάθε Αγίου Δημητρίου στις «Νταλίκες» και το έκανε καλοκαιρινό.
Μέγας σταρ της περιόδου, ο ανεπανάληπτος Βαγγέλης Γιαννόπουλος, που νομιμοποίησε μεν τον ρόλο των μπουζουκομάγαζων στην ελληνική κοινωνία, βαφτίζοντας τα «πολιτιστικά κέντρα», αλλά προτιμούσε τα ντους με λουλούδια καθήμενος, από τους χορούς υπό τους ήχους του μπουζουκιού. Αυτός μόνο ανταρτικο-δημοτικά χόρευε.
Και να μην ξεχάσω την εκπληκτικής πρωτοτυπίας πρωτοβουλία της Αννας Διαμαντοπούλου, ως κοινοτικής επιτρόπου, που πήρε τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ και τον πήγε στο ελαφρώς καταθλιπτικό «Περιβόλι του Ουρανού» για να ακούσει ρεμπέτικα από τη Μαριώ. Και έπαθε σοκ και πολιτισμικό vertigo ο Ζακ, ακούγοντας το «ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο, μες στα χορταράκια παραπονεμένο».