Ένα θέμα που έχει δημιουργήσει έντονη διαμάχη μεταξύ Ασφαλιστικών εταιριών και Ιδ. Θεραπευτηρίων και μιας πιθανά άμεσης κρατικής παρέμβασης.
Ξαφνικά, προκύπτει ζήτημα με τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας, που φτάνουν σε διψήφια ποσοστά για τρία συνεχόμενα χρόνια, χωρίς κανείς να το έχει επισημάνει εγκαίρως. Τώρα τρέχουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Στην Ελλάδα, είναι κοινό ότι όποιος πληρώνει θεωρείται αυτονόητο ότι θα πρέπει να σιωπά όταν νιώθει αδικημένος. Συχνά, αισθάνεται και ένοχος που κάποτε είχε την ευχέρεια να συνάψει μια σύμβαση ιδιωτικής ασφάλισης. Και φυσικά, μπορούν να του ανακοινώσουν μια σημαντική αύξηση λίγο πριν τη λήξη του συμβολαίου του, την οποία είτε θα πληρώσει είτε θα χάσει την κάλυψη και θα αφήσει την οικογένειά του χωρίς ασφάλιση.
Μην νομίζετε ότι το πρόβλημα περιορίζεται εδώ. Σύντομα, οι χρεώσεις στα ιδιωτικά νοσοκομεία θα αυξηθούν, καθώς οι ασφαλιστικές εταιρείες μεταφέρουν την ευθύνη για τις αυξήσεις στα ιδιωτικά θεραπευτήρια. Οι δύο πλευρές αντάλλαξαν εξώδικα από το περασμένο καλοκαίρι, όχι για το ποιος ευθύνεται για τις αυξήσεις, αλλά για το πώς να παρουσιάσουν στους πελάτες την ευθύνη.
Για να κατανοήσουμε την κατάσταση, περίπου το 19% των κατόχων ιδιωτικής ασφάλισης χρησιμοποίησαν υπηρεσίες υγείας το 2023, σε σχέση με το 17% το 2022. Οι δαπάνες των ασφαλιστικών για τις χρεώσεις των νοσοκομείων ανήλθαν σε 4.563 ευρώ κατά μέσο όρο, από 4.375 ευρώ το 2022. Το κόστος αυξήθηκε κατά περίπου 200 ευρώ ετησίως μέσα σε ένα χρόνο.
Αυτό όμως δεν είναι καθόλου σαφές σε ποιον φορέα ανήκει η εποπτεία του όλου θέματος ενδοκυβερνητικά. Δεν υπάρχει κάποια ανεξάρτητη Αρχή που να ελέγχει αν όλα εξελίσσονται ομαλά ή αν κάποιος επωφελείται αδικαιολόγητα. Μοναδική ένδειξη είναι ο δείκτης του ΙΟΒΕ, ο οποίος έδειξε φέτος αύξηση 14,5% στα ασφάλιστρα υγείας, λόγω της γήρανσης των ασφαλισμένων και των νέων τεχνολογιών που χρησιμοποιούν τα θεραπευτήρια, κάτι που έχει αντικειμενικό κόστος.
Ωστόσο, υπάρχει και ένας τρίτος παράγοντας, πιο αυθαίρετος, που σχετίζεται με τα υποκειμενικά κριτήρια λειτουργίας κάθε μονάδας, δηλαδή το λειτουργικό κόστος. Η συγκέντρωση κεφαλαίων στον τομέα της υγείας και η αναμενόμενη μεταβίβαση μεγάλων ομίλων με υψηλές αποτιμήσεις ενισχύουν την κατάσταση. Αλλά ποιος θα εξηγήσει στον απλό πολίτη, που πληρώνει μεγάλα ποσά για το ασφαλιστήριο του, ότι οι υψηλές αυτές αποτιμήσεις δεν οφείλονται μόνο στα χρήματα που πληρώνει ο ίδιος και η οικογένειά του; Και αν συμβαίνει αυτό, πώς προστατεύεται;
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες, που διαμαρτύρονται για τις αυξήσεις των ιδιωτικών μονάδων, τελικά επωφελούνται και αυτές. Αφήνουν πίσω τα παλιά, πιο συμφέροντα για τους ασφαλισμένους, ισόβια προγράμματα, επιβάλλοντας μεγαλύτερες αυξήσεις και ωθώντας τους ασφαλισμένους σε ετήσια προγράμματα με μικρότερες αυξήσεις αλλά περιορισμένες καλύψεις και συχνές αναπροσαρμογές.
Ακόμη κι αν οι ασφαλιστικές λένε ότι υφίστανται ζημίες από τα ασφάλιστρα υγείας, η ανάλυση που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη ημέρα, έδειξε ότι το 71% των ασφαλίστρων αφορά αποζημιώσεις υγείας και το 13,4% έξοδα των εταιρειών, ενώ το 28% του ασφαλίστρου καλύπτει αμοιβές των μεσολαβητών. Αυτές οι αμοιβές είναι μεγαλύτερες από τα έξοδα των ασφαλιστικών. Το θέμα, πάντως, μόλις άρχισε να συζητείται δημόσια, καθώς είναι πιθανή κυβερνητική παρέμβαση εντός της εβδομάδας.