Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης και η πολιτική αντιπαράθεση με την αντιπολίτευση για την λειτουργία τους.
Αν η δράση των ελληνικών τραπεζών είναι τόσο εκτεταμένη και ανεξέλεγκτη που οδηγεί σε «υπερκέρδη», γιατί δεν έρχονται ξένες τράπεζες να εκμεταλλευτούν αυτή την κατάσταση και να κερδίσουν κι αυτές, εκμεταλλευόμενες τις υπερβολές των εγχώριων τραπεζών;
Όπως φαίνεται, μας αρέσουν οι υπερβολές και οι κυβερνήσεις τις αξιοποιούν επικοινωνιακά. Μην ισχυριστείτε ότι κάτι έχει αλλάξει φέτος ή τα προηγούμενα χρόνια στις προμήθειες, ή ότι οι τράπεζες αποφάσισαν τώρα ξαφνικά να τις αυξήσουν. Δεν υπήρξε καμία ουσιαστική αλλαγή που να εξηγεί τη φαινομενική ένταση του θέματος.
Οι τράπεζες χρέωναν και χρεώνουν σχεδόν το ίδιο για τις συναλλαγές, και είναι γνωστό ότι από το καλοκαίρι προετοιμάζεται το σχέδιο παρέμβασης που θα ανακοινωθεί σύντομα, αφού οι συνθήκες είναι τώρα ώριμες για αυτό. Οι τράπεζες είναι πιο σταθερές, η κερδοφορία τους δεν εξαρτάται πια από τις προμήθειες, ενώ η κυβέρνηση αναζητά μια «νίκη» στο θέμα του κόστους ζωής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα προβλήματα στις πρακτικές τους είναι μεγάλα, όπως οι υψηλές προμήθειες, η χαμηλή ρίσκο-απόδοση στις δανειοδοτήσεις, οι διαφορές στα επιτόκια και η έλλειψη πελατοκεντρικής προσέγγισης. Κάποια από αυτά οφείλονται στις ίδιες τις τράπεζες, κάποια σε προηγούμενες πολιτικές αποφάσεις. Αλλά δεν πρέπει να δημιουργούμε την εντύπωση ότι ο κλάδος μετατράπηκε ξαφνικά σε ένα «παράδεισο» επιχειρηματικό.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 2019, όταν ανέλαβε η σημερινή κυβέρνηση, οι τράπεζες λειτουργούσαν υπό αυστηρούς κεφαλαιακούς περιορισμούς (οι οποίοι αρθήκαν το Σεπτέμβριο του 2019) και προσπαθούσαν να ανακάμψουν. Κάθε χρόνο υποχρεώνονταν να μειώνουν το προσωπικό τους, να κλείνουν καταστήματα και να πωλούν θυγατρικές. Οι προμήθειες ήταν μια προσωρινή λύση για να παραμείνουν «ζωντανές», καθώς δεν είχαν άλλες επιλογές.
Αυτή η περίοδος όμως έχει περάσει. Οι τράπεζες πλέον καταγράφουν κέρδη από τις βασικές τραπεζικές τους δραστηριότητες, και εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη ευθύνη των διοικήσεων τους, που δεν κατάφεραν να αντιληφθούν νωρίτερα την αλλαγή, με αποτέλεσμα το θέμα των προμηθειών να εξελιχθεί σε πολιτική αντιπαράθεση. Ακόμα κι αν τα έσοδα από τις προμήθειες συναλλαγών αποτελούν μόλις το 10% των συνολικών τους εσόδων.
Στο εξής, οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν τη σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση για το θέμα το Σαββατοκύριακο, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του προϋπολογισμού. Αν είχαν αναλάβει από μόνες τους δράση και θυσίαζαν ένα μικρό μέρος των κερδών τους, θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει αυτή την αντιπαράθεση και να είχαν καταστήσει τις συναλλαγές τους πιο προσιτές, βάζοντας τέλος στις διαμαρτυρίες.