Η μεγάλη αύξηση των τιμών στον Τουρισμό συνολικά της χώρας μας, δημιουργεί ερωτήματα και θυμίζει αρκετά μια “κακή” νοοτροπία του παρελθόντος, που μας κόστισε.
Η τιμολόγηση μιας σημαντικής πλουτοπαραγωγικής πηγής μιας χώρας πρέπει να γίνεται με σύνεση, κυρίως για υπαρξιακούς λόγους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτή η πηγή είναι ο τουρισμός. Αν οι τιμές του τουριστικού προϊόντος αυξηθούν υπερβολικά, ο τουρισμός δεν θα θεωρείται πλέον «βιομηχανία» αλλά «αρπαχτή». Η Ελλάδα έχει στο παρελθόν χαρακτηριστεί ως χώρα της «αρπαχτής» και έχει προσπαθήσει να αλλάξει αυτή την εικόνα με μεγάλη προσπάθεια, πληρώνοντας το τίμημα με διάφορες καταστροφές.
Φέτος, το τουριστικό πακέτο δίνει την εντύπωση της «αρπαχτής». Με διάφορες δικαιολογίες, οι τιμές έχουν αυξηθεί πέρα από το αναμενόμενο για μια αναπτυσσόμενη χώρα, ενώ η ποιότητα των υπηρεσιών δεν έχει βελτιωθεί αναλόγως, με ελάχιστες εξαιρέσεις που χρεώνουν ακόμα υψηλότερα. Οι ακτοπλόοι ξεκαθάρισαν ότι τα καλά πλοία κοστίζουν περισσότερο και θα πληρώνονται ακριβότερα. Οι ξενοδόχοι επίσης ανέφεραν ότι λόγω της αύξησης των τουριστών, θα αυξήσουν τις τιμές, κάτι που μεταφράστηκε σε γενική αύξηση τιμών σε όλες τις κατηγορίες καταλυμάτων και ενοικιαζόμενων σπιτιών.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το κόστος του πακέτου διακοπών αυξήθηκε κατά 12,7% σε έναν χρόνο. Οι ακτοπλοϊκές και αεροπορικές τιμές αυξήθηκαν σημαντικά, όπως και οι τιμές στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια. Οι αυξήσεις αυτές είναι σε μέσο επίπεδο, αλλά σε πολλές περιπτώσεις οι αυξήσεις αγγίζουν και το τριψήφιο ποσοστό.
Αυτό το πρόβλημα είναι εμφανές για τον μέσο Έλληνα που θέλει να κάνει διακοπές και διαπιστώνει ότι δυσκολεύεται να τις πληρώσει. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα μπορεί να είναι για τον ελληνικό τουρισμό και την οικονομία, καθώς οι αυξήσεις τιμών χωρίς αντίστοιχη βελτίωση της ποιότητας μπορούν να αποθαρρύνουν τους ξένους τουρίστες. Η στρατηγική αύξησης των τιμών χωρίς βελτίωση της ποιότητας αποτελεί συνταγή αποτυχίας για πολλές επιχειρήσεις, που κάποια στιγμή χάνουν το μέτρο και τελικά χρεοκοπούν.