Οι αυξητικές τάσεις των τιμών ενέργειας και οι δασμοί Τραμπ θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα, με αβέβαιες συνέπειες για την Ελλάδα και τον κόσμο.
Η αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα στο 3,1%, κυρίως λόγω της ανόδου των τιμών ενέργειας, προκαλεί ανησυχία καθώς, αν συνεχιστεί η πολιτική του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ενδέχεται να είναι μόνο η αρχή. Ο κίνδυνος αυτός έχει πλήξει τις αγορές από χθες, μετά την εφαρμογή των πρώτων δασμών προς το Μεξικό, τον Καναδά και την Κίνα. Όταν διαταράσσονται οι αλυσίδες εφοδιασμού, οι τιμές αυξάνονται, κάτι που παρατηρήθηκε κατά την πανδημία και το πληρώσαμε ακριβά μετά το τέλος της, ενώ συνεχίσαμε να το πληρώνουμε ακόμα περισσότερο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, λόγω της απώλειας σημαντικών ενεργειακών οδών. Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί και τώρα.
Οι αλυσίδες εφοδιασμού των ΗΠΑ με το Μεξικό και τον Καναδά είναι ιδιαίτερα ισχυρές. Εάν ξεκινήσει ένας εμπορικός πόλεμος με δασμούς, οι τιμές θα αυξηθούν και στις δύο πλευρές, προκαλώντας πληθωρισμό και απώλεια θέσεων εργασίας τόσο στις χώρες που θα επιβάλουν τους δασμούς όσο και στις αμερικανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα υποστούν τα αντίμετρα των δύο χωρών. Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα μειώνοντας τη φορολογία, καλύπτοντας το κόστος μέσω των αυξημένων εσόδων από τους δασμούς.
Ωστόσο, για να πετύχει κάτι τέτοιο, η μείωση φόρων θα έπρεπε να προηγηθεί των δασμών. Με τη σημερινή προσέγγιση, οι τιμές θα αυξηθούν αρχικά στην αμερικανική οικονομία και ενδέχεται να χαθούν θέσεις εργασίας. Αν, όπως φαίνεται, επεκταθούν οι δασμοί και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ιαπωνία, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου προειδοποιεί για μεγάλες ζημιές στην παγκόσμια οικονομία. Επομένως, το πρόβλημα θα επηρεάσει όλο τον κόσμο και τα κέρδη που υπόσχεται ο Τραμπ δεν φαίνονται άμεσα.
Το πρώτο πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία μπορεί να προέλθει από μια «πύρρειο» νίκη του Τραμπ, λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας. Η αμερικανική οικονομία, που είναι ήδη ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου, μπορεί να κερδίσει από αυτή την κατάσταση, αλλά μακροπρόθεσμα η κατάσταση αυτή δεν θα είναι βιώσιμη. Η ΕΕ και η Κίνα έχουν προχωρήσει σημαντικά στην ενεργειακή μετάβαση, επενδύοντας σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και αυτό τους παρέχει ένα πλεονέκτημα στην πορεία προς την επαναβιομηχανοποίησή τους.
Η ελληνική οικονομία, από την άλλη, φαίνεται να παραμένει σε θετική πορεία, με τις τελευταίες ενδείξεις να δείχνουν συνέχιση της βελτίωσης στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη και την παραγωγή. Η αύξηση των παραγγελιών δημιουργεί τις συνθήκες για σταθερή αύξηση της απασχόλησης, με τη βιομηχανία και τις κατασκευές να συνεχίζουν να οδηγούν την οικονομία. Παράλληλα, τα νοικοκυριά εμφανίζονται να είναι λιγότερο απαισιόδοξα σε σχέση με το παρελθόν, αν και η ακρίβεια παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα, κυρίως λόγω εισαγόμενων προϊόντων, κάτι που καθιστά δύσκολη τη διαχείρισή της με εγχώρια μέσα.