Αν και απο το 2019 έχει μειωθεί κατά 22 Δισ. ευρω, συνεχίζει όμως να παραμένει πολύ υψηλό ποσοτικά και σε ποσοστό του ΑΕΠ.
Ανεξάρτητα από την νευρικότητα που προκάλεσε στην αγορά και το Χρηματιστήριο η κυβερνητική παρέμβαση στις τράπεζες, όλοι συμφωνούν ότι ανταποκρίθηκε σε μια αναγκαία κοινωνική πρόκληση. Παρά την εισαγωγή έκτακτης φορολόγησης (έστω και έμμεσης), η οποία επισήμως είχε αποκλειστεί, παρατηρήθηκε μια ήπια πτώση στις τραπεζικές μετοχές. Η εξήγηση που δόθηκε, ειδικά η αναφορά του Πρωθυπουργού στις «καταχρηστικές πρακτικές», φάνηκε να σχετίζεται περισσότερο με πολιτικές ανάγκες παρά με πραγματικά περιστατικά. Αν όντως οι τράπεζες ακολουθούν καταχρηστικές πρακτικές, η αρμόδια αρχή για να παρέμβει είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, στην οποία θα έπρεπε να παραπεμφθεί το θέμα για επίλυση. Εκτός αν η αναφορά αυτή αποσκοπούσε στο να θίξει την έλλειψη δράσης της Επιτροπής. Παρά ταύτα, το πρόβλημα των υψηλών τραπεζικών προμηθειών, που είχε γίνει σχεδόν κανόνας στην μεταμνημονιακή Ελλάδα, αντιμετωπίστηκε τελικά, αν και με καθυστέρηση, γεγονός που πιστώνεται στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Το σημαντικό είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες δείχνουν πλέον αρκετά δυνατές για να διαχειριστούν έκτακτες κυβερνητικές παρεμβάσεις και να επεκταθούν στο εξωτερικό. Ήδη σχεδιάζουν την επέκτασή τους και μέσα στο 2025 θα δούμε αυτή την πορεία να πραγματοποιείται με διάφορους τρόπους. Αυτή η εξέλιξη είναι θετική τόσο για τους καταθέτες όσο και για τους φορολογούμενους. Η ανάπτυξη δραστηριοτήτων στα Βαλκάνια (όπως η Eurobank στη Βουλγαρία) ή στην Κύπρο, η επέκταση σε κερδοφόρες τομείς όπως οι ψηφιακές τράπεζες (π.χ. η Τράπεζα Πειραιώς με την Snappi) και η ενίσχυση της συνεργασίας της Alpha Bank με την ιταλική Unicredit δείχνουν μια δυναμική εξωτερική στρατηγική. Αντίστοιχα, η Εθνική Τράπεζα αναζητά ευκαιρίες επέκτασης εκτός Ελλάδας. Το πιο σημαντικό είναι ότι όλοι συνειδητοποιούν πως για να προχωρήσουμε σε μεγαλύτερες τράπεζες, δεν αρκεί η εγχώρια παρουσία.
Ωστόσο, το πρόβλημα που παραμένει για την οικονομία, και δεν αναφέρθηκε καθόλου στον προϋπολογισμό, είναι το υπερβολικά υψηλό ιδιωτικό χρέος. Παρά τις προσπάθειες, τα κόκκινα δάνεια εξακολουθούν να παραμένουν σε ανησυχητικά επίπεδα. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι τα κόκκινα δάνεια ανέρχονται σε 70 δισ. ευρώ, ενώ τα εξυπηρετούμενα φτάνουν τα 151 δισ. ευρώ. Σε σύγκριση με το 2019, όταν τα κόκκινα δάνεια ανέρχονταν σε 92 δισ. ευρώ και τα εξυπηρετούμενα σε 100 δισ. ευρώ, έχει γίνει μια βελτίωση 22 δισ. ευρώ μέσα σε πέντε χρόνια. Ωστόσο, παραμένει αρκετός δρόμος για να φτάσουμε σε μια «κανονικότητα». Το ερώτημα είναι τι είδους κανονικότητα μπορεί να υπάρξει όταν από τους 800.000 δανειολήπτες που έχουν περάσει τα δάνειά τους σε servicers, μόλις οι 20.000 έχουν δημιουργήσει λογαριασμό στην πλατφόρμα τους και η πλειοψηφία των οφειλετών αγνοείται. Οι οφειλές παραμένουν και επηρεάζουν αρνητικά την οικονομία, και είναι καιρός να αρχίσουμε να αναζητούμε ρεαλιστικές λύσεις.