Η χώρα που για μια δεκαετία ήταν μηχανή ανάπτυξης ,τα τελευταία χρόνια έχει μείνει πίσω συγκριτικά με πολλές χώρες της Ευρωζώνης.
Η γερμανική κρίση είναι βαθιά και εκτεταμένη. Στη δεκαετία του 1990, οι γερμανοί πολιτικοί δεν κατάφεραν να δουν την επανένωση της χώρας ως ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό και την απορρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας. Αντίθετα, αύξησαν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για επιχειρήσεις και εργαζόμενους. Αυτή η αύξηση των μη μισθολογικών εξόδων οδήγησε πολλές επιχειρήσεις στο να μεταφέρουν θέσεις εργασίας στο εξωτερικό. Το 1998, ο επικεφαλής οικονομολόγος της χώρας αναφέρθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία ως τον «άρρωστο άνθρωπο της Ευρώπης».
Η αυξανόμενη ανεργία και οι δημοσιονομικές δυσκολίες ανάγκασαν την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης. Η κυβέρνηση μείωσε τα επιδόματα πρόνοιας, χαλάρωσε κάποιους κανονισμούς της αγοράς εργασίας και προχώρησε σε άλλες μεταρρυθμίσεις από το 2003 μέχρι το 2005, γνωστές ως «Ατζέντα 2010». Αυτές οι δύσκολες, αλλά αναγκαίες αλλαγές, βοήθησαν τη Γερμανία να ξεπεράσει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, οδηγώντας σε μία «χρυσή δεκαετία» για την οικονομία της χώρας. Η Γερμανία, με σημαντικά κέρδη στο βιοτικό επίπεδο και την απασχόληση, και συνεχείς δημοσιονομικούς πλεονάσματα από το 2014 και μετά, έγινε κινητήριος δύναμη της ευρωζώνης. Ωστόσο, η επιτυχία αυτή έφερε αίσθηση εφησυχασμού. Τα τελευταία πέντε χρόνια, η χώρα έχει μείνει πίσω από σχεδόν όλες τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και η προσπάθεια της Κίνας να επεκταθεί στον τομέα των αυτοκινήτων και της βιομηχανίας συνέβαλαν στην επιδείνωση της κατάστασης, αλλά τα προβλήματα είναι βαθύτερα.
Η νέα σημαντική αύξηση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας για τη χρηματοδότηση της αύξησης των δαπανών υγείας και νοσηλευτικής περίθαλψης καθιστά τη Γερμανία λιγότερο ελκυστική για επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας. Επιπλέον, η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις δεξιοτήτων, υπερβολική γραφειοκρατία και αυστηρό περιορισμό του δημόσιου χρέους. Οι γερμανικές επιχειρήσεις πλήττονται επίσης από πολιτική αβεβαιότητα.
Η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών μπορεί να προσφέρει μια ευκαιρία για μια νέα αρχή. Η Γερμανία χρειάζεται έναν νέο γύρο σοβαρών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες η κυβέρνηση Σολτς δεν κατάφερε να προχωρήσει με τον απαραίτητο ρυθμό. Αναμένοντας το αποτέλεσμα των μετεκλογικών διαπραγματεύσεων, αναμένουμε ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσει την προσφορά και τη ζήτηση, θα επιτρέπει περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, θα μειώσει τους φόρους των επιχειρήσεων, θα περικόψει τις προνοιακές και συνταξιοδοτικές παροχές για να αναχαιτιστεί η αύξηση των φόρων επί των μισθών, και θα εφαρμόσει μια πιο λογική μεταναστευτική πολιτική.