Η αναβάθμιση για πρώτη φορά μετά από 22 χρόνια του ελληνικού αξιόχρεου από έναν Οίκο Αξιολόγησης και η ένταξή του στην επενδυτική βαθμίδα επιβεβαιώνει τη θετική εικόνα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού , τουλάχιστον όσον αφορά τα ομόλογά της.
Αυτή η εξέλιξη στηρίζεται στη συνεχιζόμενη μείωση του δημόσιου χρέους, το οποίο βρίσκεται πλέον σε βιώσιμα επίπεδα, στην αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιεί η κυβέρνηση, σε ένα πολιτικά σταθερό περιβάλλον.
Ως αποτέλεσμα, οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης για τη χώρα παραμένουν ευνοϊκοί, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, με πιθανότητα για περαιτέρω θετική αναθεώρηση αυτών των εκτιμήσεων.
Η θετική αυτή εξέλιξη αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη η γενικότερη αβεβαιότητα στην Ευρωζώνη, κυρίως λόγω των προβλημάτων της Γαλλίας και των συνεπειών τους στη δημοσιονομική της κατάσταση. Αν και οι πιθανότητες επίλυσης του ζητήματος φαίνονται μεγάλες, η αβεβαιότητα παραμένει, επηρεάζοντας τις αγορές. Στην περίπτωση των γαλλικών ομολόγων, η αποδοχή τους είναι περιορισμένη, καθώς οι επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί λόγω των υψηλών κινδύνων.
Ενδεικτικά, το 10ετές γαλλικό ομόλογο αποδίδει 2,88%, ενώ το γερμανικό μόλις 2,1%, με τη διαφορά (spread) να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα για τα τελευταία 12 χρόνια. Το ελληνικό 10ετές, από την άλλη, έχει πλέον αποδόσεις που είναι κοντά στα επίπεδα των γαλλικών, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί. Αυτή η εξίσωση των αποδόσεων καταδεικνύει τη θετική στάση των επενδυτών προς το ελληνικό χρέος.
Είναι προφανές ότι οι διάφορες σειρές ομολόγων διαφοροποιούνται ανάλογα με την ωρίμανση, το ονομαστικό κουπόνι και άλλους παράγοντες, με τις διαφοροποιήσεις αυτές συχνά να ευνοούν το ελληνικό χρέος. Για παράδειγμα, το ελληνικό 30ετές ομόλογο (λήξη 2054, κουπόνι 4,125%) κατέγραψε νέα ιστορικά υψηλά στην τιμή του (και χαμηλά στην απόδοσή του), γεγονός που καταδεικνύει ξεκάθαρα την προτίμηση των επενδυτών προς τα ελληνικά ομόλογα.
Επιπλέον, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, όπως το 30ετές, έχουν σημειώσει ιστορικά υψηλά, αποδεικνύοντας την αυξημένη ζήτηση για αυτά τα χρεόγραφα. Αυτή η τάση ενισχύεται από την πολιτική της ΕΚΤ, η οποία έχει ήδη μειώσει τα επιτόκια, ενισχύοντας την προοπτική για ακόμα χαμηλότερα επίπεδα στο μέλλον, κάτι που επηρεάζει θετικά το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα.