Απο εχθες το βράδυ που έγινε γνωστή η δυσάρεστη είδηση της απώλειας του, οι Έλληνες αποχαιρετούν βαθιά συγκινημένοι τον σπουδαίο τραγουδοποιό με τις τεράστιες επιτυχίες.
Ποιος ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος:
Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Οι πρόγονοί του ήταν από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη. Το 1963 μετακόμισε στην Αθήνα και εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης προκειμένου να ασχοληθεί με το τραγούδι. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες ημέρες του ως μουσικός και έγινε δημοφιλής στην Ελλάδα. Είχε συνδυάσει τη μουσική Αμερικανών μουσικών, όπως του Μπομπ Ντίλαν και του Φρανκ Ζάπα, με τη μακεδονική λαϊκή μουσική και πολιτικά διεισδυτικούς στίχους.
Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1964 και ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική, με εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο.
«Εγώ δεν είμαι ποιητής,
είμαι τραγουδιστής,
σε λαϊκή ταβέρνα έμαθα
να τραγουδώ την αλήθεια»
Κατά τη διάρκεια της χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967.
Σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης για να ασχοληθεί με το τραγούδι, και έφυγε για την Αθήνα κάνοντας οτοστόπ.
Πριν φύγει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος του είχε πει: «Πρόσεξε, η Αθήνα είναι γάτα και θα σε κατουρήσει»,
Κοιμήθηκε τότε και σε παγκάκια, όμως ένα χρόνο αργότερα θα έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε νυχτερινό κέντρο μαζί με την Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο. Το 1966 κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος, το «Φορτηγό», που τον καθιερώνει.
Όπως ο Bob Dylan στην Αμερική επανεφηύρε την φολκορική μουσική δίνοντας της καίριο πολιτικό λόγο, ο Σαββόπουλος κατάφερε να ενώσει παραδοσιακές μουσικές ρίζες και σύγχρονες επιρροές από τη Δύση υπηρετώντας το αφηγηματικό τραγούδι μέσα από τις συνθέσεις του με πολιτικό, κοινωνικό και ρομαντικό περιεχόμενο.
Αν στην αρχή τον κατέταξαν στο «Νέο Κύμα» γρήγορα φάνηκε πως η καλλιτεχνική του ταυτότητα ήταν πολύ πιο πολυσήμαντη και επιδραστική, ανοίγοντας δρόμο για μια νέα γενιά Ελλήνων δημιουργών που τον ακολούθησαν.
“H σχέση μας είχε ξεκινήσει επιπόλαια. Φούντωσε το ’67,όταν με έβαλαν φυλακή. Eκείνη ήταν τότε 17 χρόνων, ένα κοριτσάκι που ερχόταν στο επισκεπτήριο ανάμεσα σε γυναίκες με τσεμπέρια και ταγάρια, κι έλαμπε.”
Έφυγε από την ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος: Η ιστορία ενός Ελληνικού μύθου & η μεγάλη μάχη του με τον καρκίνο 3
Στις 28 Οκτωβρίου του 1967 παντρεύτηκε την σύντροφο της ζωής του, Ασπασία Αραπίδoυ την λατρεμένη του Άσπα όπως την αποκαλούσε, που στάθηκε στο πλευρό του σε δύσκολες όσο και ένδοξες στιγμές με την οποία θα αποκτούσαν δύο γιους, τoν Κoρνήλιo και τoν Ρωμανό. “Μέρα του ΟΧΙ εγώ είπα ναι. Και ακόμη με ανέχεται το κορίτσι μου” είχε πει στο περιοδικό Life&Style.
Για το ξεκίνημα της σχέσης τους είχε αφηγηθεί στο περιοδικό ¨Κλικ”: “H σχέση μας είχε ξεκινήσει επιπόλαια. Φούντωσε το ’67,όταν με έβαλαν φυλακή. Eκείνη ήταν τότε 17 χρόνων, ένα κοριτσάκι που ερχόταν στο επισκεπτήριο ανάμεσα σε γυναίκες με τσεμπέρια και ταγάρια, κι έλαμπε. Mε μεταξωτά χειλάκια, μοβ μάτια, πάντα κομψή αλλά γεματούλα, πράγμα που μου άρεσε πολύ, αφού και τώρα την πιέζω να τρώει, μα δεν με ακούει! Δεν είναι ωραία η μόδα αυτή που κάνει τις γυναίκες να μοιάζουν με κατοχικά γατιά! Eρχόταν τότε στο επισκεπτήριο και ήταν σαν να έμπαινε ξαφνικά το φεγγαράκι μου. Eξαρτήθηκα από αυτό το κοριτσάκι!”
Έφυγε από την ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος: Η ιστορία ενός Ελληνικού μύθου & η μεγάλη μάχη του με τον καρκίνο 4
Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές. Ήταν στα κρατητήρια όταν έγραψε το «Δημοσθένους Λέξις» και τη «Θεία Μάνου». Η μουσική και τα τραγούδια του έγιναν το soundtrack μιας ολόκληρης εποχής και μιας γενιάς που αποζητούσε ελευθερία ιδεών και πνεύματος, και υποστήριζε ανθρωπιστικές αξίες.
Έφυγε από την ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος: Η ιστορία ενός Ελληνικού μύθου & η μεγάλη μάχη του με τον καρκίνο 5
“Σ’ αυτόν τον τόπο,
όσοι αγαπούνε,
τρώνε βρώμικο ψωμί,
κι οι πόθοι τους ακολουθούνε
υπόγεια διαδρομή…”
Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο Σαββόπουλος έγινε κάτι πολύ παραπάνω από μουσικός και τραγουδιστής: Πνευματικός ηγέτης και σύμβολο για μεγάλο μέρος του κοινού, την ίδια στιγμή ο ίδιος ήθελε πάντα να σπάει τα στερεότυπα.
«Είμαι μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά
κι όλο φοβάμαι το αύριο»
Μετά την ιστορική και ιδιαιτέρως θεαματική συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο με 80 χιλιάδες θεατές το 1983, την εποχή της πιο μεγάλης του εμπορικής επιτυχίας, του δίσκου «Τραπεζάκια Έξω», ο Σαββόπουλος στράφηκε στην τηλεόραση παρουσιάζοντας την ιστορική σειρά εκπομπών με τίτλο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» στην οποία φιλοξένησε τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού από όλους τους χώρους, διαγράφοντας σύνορα και σπάζοντας στεγανά με απρόβλεπτες συμπράξεις -από τον Τζίμη Πανούση μεχρι την Αλίκη Βουγιουκλάκη- που αποτελούν σήμερα θησαυρούς.
Έφυγε από την ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος: Η ιστορία ενός Ελληνικού μύθου & η μεγάλη μάχη του με τον καρκίνο 6
«Εμείς, του ’60 οι εκδρομείς,
απόμακροι εξ αρχής
εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
ανήλικοι διαρκώς,
μα κι απ’ το καθεστώς
αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς»:
Το 1989 ο Διονύσης Σαββόπουλος θα παρουσιάζε τον πιο αμφιλεγόμενο δίσκο του το «Κούρεμα», κόβωντας τα trademark μαλλιά και μούσια του και κάνοντας μια στροφή στα πολιτικά του πιστεύω που ξάφνιασε και ενόχλησε το κοινό του.
Έφυγε από την ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος: Η ιστορία ενός Ελληνικού μύθου & η μεγάλη μάχη του με τον καρκίνο 7
Αυτό όμως ποτέ δεν προβλημάτισε τον Διονύση Σαββόπουλο σαν καλλιτέχνη. Πιστός στην ιδέα της ελευθερίας του πνεύματος, μακριά από παγιωμένες αντιλήψεις και αρτηριοσκληρωτικές αγκυλώσεις θα συνέχιζε την πορεία του μέσα από τις δεκαετίες εκφράζοντας τον διαρκώς μεταβαλλόμενο εαυτό του μουσικά και καλλιτεχνικά με συνέπεια.
«Κάθε λαός και κάθε άνθρωπος έχει μέσα του μια πλευρά αρχοντική και μια πλευρά φτηνιάρικη. Ο πολιτικός καλείται να ενσαρκώσει μία από τις δύο. Οι δικοί μας πολιτικοί διάλεξαν να ενσαρκώσουν τη φτηνιάρικη πλευρά μας και εμείς τους ψηφίζαμε επειδή αυτό μας βόλευε.» είπε σε συνέντευξή του στο rocking.gr.
“Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από 50 χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για να προσέχετε, κι αν -ο μη γένοιτο- σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός.”
Πριν μερικά χρόνια στην αυτοβιογραφία του με τίτλο “Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα” (Εκδόσεις Πατάκη), ο Σαββόπουλος άνοιξε με ειλικρίνεια και χιούμορ τα προσωπικά του αρχεία: μνήμες, λάθη, φιλίες και μουσικές επιλογές που τον διαμόρφωσαν.
«Ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιός μας ο μεγάλος κι ο μικρός»
«Υπήρξαν σημεία που με προβλημάτισαν ιδιαίτερα στο βιβλίο. Τώρα, να κάθεσαι και να λες τα οικογενειακά σου; Ή για τα παιδιά σου, πως τους έριχνες μπάτσα; Γιατί αυτό έκανα. Αλλά εμείς μεγαλώσαμε έτσι, μας βάραγαν οι δάσκαλοι και οι γονείς μας» είπε σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ τον Ιανουάριο του 2025.
«Ναι, έχω χτυπήσει μερικές φορές τα παιδιά μου και το έχω μετανιώσει πάρα πολύ αυτό. Γιατί σου λέει, «ευαίσθητος άνθρωπος, καλλιτέχνης, τι είναι αυτά κύριε;». Ναι, ζητάω συγνώμη από τα μικρά. Τι μικρά, τώρα, ο ένας είναι 52 χρονών και ο άλλος είναι 54 χρονών».
«Νομίζω ότι γράφοντας τα αυτά ζητάω μια συγνώμη. Δηλαδή λες μια ιστορία, είτε θα την πεις είτε δεν θα την πεις. Κοιτάξτε, ένα πράγμα που δεν είναι καλό στις αυτοβιογραφίες, είναι ότι τα εξιδανικεύομαι και δεν το θέλω αυτό. Ποτέ μου δεν λειτούργησα έτσι»
Στην αυτοβιογραφία του ο Διονύσης Σαββόπουλος μίλησε με ειλικρίνεια για την μεγάλη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο.:
«Μια κι είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από 50 χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν -ο μη γένοιτο- σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός.
Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά, μεγάλη αδυναμία» αναφέρει.
Στις σελίδες του βιβλίου μίλησε και για την επιπλοκή που έφερε στην θεραπεία του ο κορονοϊός.
«Εκεί κατά την άνοιξη (σ.σ του 2022), φαίνεται πως την πάτησα. Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν από την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Δεν μού ήταν δυνατό ν΄ αρνηθώ… Πήραμε όλες τις προφυλάξεις και κατεβήκαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο νησί. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα… Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό. Φωνάξαμε γιατρό. “Γρήγορα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο!”, διέταξε. Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο, διότι τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων, και να το αποτέλεσμα».
«Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού έβαλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix. Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.
Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
– Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε. Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».
Ούτε ο καρκίνος όμως δεν είχε πτοήσει τον Σαββόπουλο, που συνέχισε να παραμένει ενεργός καλλιτεχνικά μέχρι τέλους. Λίγους μήνες πριν, είχε εμφανιστεί στο φεστιβάλ Rockwave έχοντας στο πλευρό του νέους τραγουδιστές όπως η Clavdia, για να ενώσει το παρελθόν και το μέλλον της ελληνικής μουσικής «για τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», αλλά και για εκείνους που γνωρίζουν πως «εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε»…