Το φαινόμενο της αύξησης σε εντονότερο βαθμό, το συναντήσαμε στις αρχές του 2000.
Το διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2024, το έλλειμμα στο συνολικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων, το οποίο δείχνει τις ανάγκες της οικονομίας για εξωτερική χρηματοδότηση, αυξήθηκε σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023 και έφτασε τα 9,7 δισ. ευρώ.
Δηλαδή, μέσα σε πέντε μήνες, το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας ανέρχεται σχεδόν στο 5% του ΑΕΠ, μια ανησυχητική αλλά κατανοητή εξέλιξη.
Η πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κάθε χώρας αντικατοπτρίζει την ανταγωνιστικότητά της. Όταν επιδεινώνεται το εξωτερικό ισοζύγιο, αυτό σημαίνει ότι η ανταγωνιστικότητα είναι προβληματική ή αντιμετωπίζει δυσκολίες.
Πριν από έναν μήνα, ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος δημοσιοποίησε την έκθεση του IMD, η οποία κατατάσσει την Ελλάδα στην 47η θέση μεταξύ 67 χωρών το 2024, βελτιωμένη κατά δύο θέσεις σε σχέση με το 2023 (49η θέση).
Φυσικά, αυτή η πρόοδος δεν είναι λόγος για πανηγυρισμούς, αντιθέτως, η κατάταξη προκαλεί ανησυχία, η οποία δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται.
Φαίνεται ότι έχουμε αφήσει τα πράγματα στον «αυτόματο πιλότο», περιμένοντας βελτίωση των επενδύσεων και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, οι οποίοι δεν απορροφώνται επαρκώς, και από τις τουριστικές εισπράξεις, οι οποίες αυξάνονται μεν, αλλά δεν επαρκούν.
Το διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου, η Τράπεζα της Ελλάδος κατέγραψε έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών ύψους 14,99 δισ. ευρώ, πολλαπλάσιο των τουριστικών εισπράξεων (3,81 δισ. ευρώ) και του συνολικού πλεονάσματος στο ισοζύγιο υπηρεσιών (4,4 δισ. ευρώ).
Τη δεκαετία του 2000, η χώρα υπέφερε από το μεγάλο εξωτερικό έλλειμμα, το οποίο, σε συνδυασμό με το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, οδήγησε στα μνημόνια το 2010.
Αυτή την περίοδο, η χώρα δεν έχει δημοσιονομικό πρόβλημα, καθώς οι διατηρημένοι σε μνημονιακά επίπεδα φόροι γεμίζουν εύκολα τα δημόσια ταμεία και ο προϋπολογισμός εμφανίζει πλεονάσματα.
Ωστόσο, η μείωση του εξωτερικού ελλείμματος μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα.