Η 5η Μαΐου του 2010 έμελλε να είναι η μέρα που θα στιγμάτιζε την Ελλάδα. Η μνήμη γύρω από τα γεγονότα εκείνης της ημέρας παραμένει εσκεμμένα θολή. Γιατί;
Η χώρα μετρά λίγες μέρες εντός του ΔΝΤ και το πρώτο μνημόνιο είναι γεγονός.
Έχουν ήδη ανακοινωθεί τα πρώτα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτούνται και σε λίγες μέρες θα υπογραφεί η δανειακή σύμβαση. Το οικονομικό αδιέξοδο και η απόγνωση στην οποία έχει βρεθεί η χώρα προσλαμβάνεται από κάποιους ως ευκαιρία επανάστασης και ανατροπής. Επικρατεί ένα κλίμα οργής. Κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις, συνθήματα.
Όμως, η διαδήλωση της 5ης Μαΐου, εν αναμονή της ψήφισης των μέτρων, δεν έπρεπε να έχει συνηθισμένα χαρακτηριστικά. Και δεν είχε.
Η απεργιακή κινητοποίηση ξεκίνησε στις 11.00 από το Πεδίον του Άρεως, με την πορεία του ΠΑΜΕ να ξεκινάει στις 12 από διαφορετικό σημείο.
Στις 13:30 η κύρια πορεία των διαδηλωτών ακολουθεί την οδό Σταδίου με κατεύθυνση το Σύνταγμα, όταν στο ύψος της πλατείας Κλαυθμώνος, σημειώνονται βίαια επεισόδια από ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που τους αναγκάζουν να σταματήσουν.
Είναι η στιγμή που ομάδα κουκουλοφόρων χωρίζεται στα δύο και πραγματοποιεί ταυτόχρονα εμπρηστική επίθεση στο υποκατάστημα του βιβλιοπωλείου «Ιανός» και στην τράπεζα Marfin, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι.
Το ισόγειο του κτιρίου που στεγάζει την τράπεζα παίρνει φωτιά και οι καπνοί δημιουργούν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Μέσα στην τράπεζα υπάρχουν 24 εργαζόμενοι, 24 άνθρωποι. Οι υπάλληλοι βγαίνουν στα μικρά μπαλκόνια του κτιρίου για να σωθούν. Φωνάζουν στους διαδηλωτές ότι μέσα υπάρχει κόσμος, ότι καίγονται. Εκείνοι όμως δεν σταματούν. Για εκείνους, οι εργαζόμενοι στην τράπεζα είναι τσιράκια του συστήματος, είναι απεργοσπάστες. Τους βρίζουν, φωνάζουν συνθήματα, θέλουν να καούν. Πετάνε κι άλλο εκρηκτικό μηχανισμό.
Στην προσπάθειά τους να σωθούν, κάποιοι υπάλληλοι πηδούν στο κενό και τραυματίζονται. Άλλοι, κατευθύνονται προς τον φωταγωγό, όπου σπάζοντας το πλέγμα αναρριχώνται στην ταράτσα και πηδούν στο διπλανό κτίριο.
Η ώρα είναι 14:20. Η φωτιά δεν έχει σβήσει και μέσα στο κτίριο της Marfin υπάρχουν 8 άτομα.
Εκείνη την ώρα εμφανίζονται τα οχήματα της Πυροσβεστικής. Όμως, μια ομάδα διαδηλωτών προσπαθεί να τους εμποδίσει από το να φτάσουν στην φλεγόμενη τράπεζα, χτυπώντας το καπό.
Οι περισσότεροι διαδηλωτές βρίσκονται πια κοντά στο Σύνταγμα, όπου κι εκεί σημειώνονται επεισόδια με φωτιές, εμπρησμούς και συγκρούσεις με τα ΜΑΤ.
Στις 15:00, η φωτιά στην οδό Σταδίου τίθεται υπό έλεγχο. Έχει ολοκληρωθεί η προσπάθεια απεγκλωβισμού, οι επιζώντες έχουν απομακρυνθεί και η είδηση ότι υπάρχουν νεκροί μέσα στην τράπεζα αρχίσει να διαδίδεται ευρέως.
Τρεις εργαζόμενοι λείπουν από το σύνολο των 8 που απεγκλωβίστηκαν. Λίγο πριν τις 18:00, οι σοροί των θυμάτων μεταφέρονται στο νεκροτομείο.
Η στιγμή που το ΕΚΑΒ ανασύρει τους νεκρούς από την τράπεζα, διαλύει κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη νεκρών, καθώς μέχρι εκείνη την ώρα ο κόσμος δεν είχε πειστεί.
Οι πρωτοπόροι της διαδήλωσης, αλλά και τα κόμματα της Αριστεράς υποστηρίζουν ότι πρόκειται για προβοκάτσια. Τα ονόματα των νεκρών ανακοινώνονται από την Αστυνομία στις 21:00 το βράδυ.
Πρόκειται για την Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών και έγκυο στον 4ο μήνα,
Τον Επαμεινώνδα Τσακάλη, 36 ετών
Και την Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών.
Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ύπαρξη νεκρών εργαζομένων, αυτό που κυριάρχησε στον δημόσιο διάλογο δεν είναι η είδηση αυτή καθ’ αυτή, αλλά ότι το γεγονός ύπαρξης νεκρών δημιουργεί τις συνθήκες που θα κατευνάσουν το λεγόμενο λαϊκό κύμα οργής και την εξέγερση που κάποιοι ονειρεύονταν.
Η εμπρηστική επίθεση της Marfin δεν αντιμετωπίστηκε ως τρομοκρατικό γεγονός και δεν συνδυάστηκε με καθολική καταδίκη της βίας και την ανάγκη εύρεσης εκείνων που έριχναν τις μολότοφ, αλλά οι ευθύνες αναζητούνται κυρίως στην εργοδοσία.
Οι λεγόμενοι opinion makers της εποχής διαμορφώνουν την κοινή γνώμη δίνοντας άλλες εξηγήσεις για το συμβάν.
Για παράδειγμα, τα κόμματα της αριστεράς, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτήρισαν το γεγονός ως προβοκάτσια, υπονοώντας ότι λειτούργησε εσκεμμένα κάποιος κρατικός ή επιχειρηματικός σχεδιασμός για να κατευναστεί η λαϊκή οργή των ημερών εκείνων, δήθεν κωμικοί με απήχηση τότε, έμμεσα κατηγόρησαν τα θύματα γιατί δεν έκαναν και αυτοί την επανάστασή τους απέναντι στον εργοδότη, ενώ το κλίμα που επικρατεί στο Twitter τείνει να δικαιολογεί την τρομοκρατική ενέργεια.
Η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε λίγα χρόνια μετά, έκρινε ένοχους τον διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας, τον υπεύθυνο πυρασφάλειας και την διευθύντρια του καταστήματος, για σειρά παραλείψεων στο σύστημα πυρασφάλειας, αλλά και γιατί δεν προέβλεψαν ότι οι ανοιχτές τράπεζες σε μέρα απεργίας θα αποτελούσαν στόχο στο γενικότερο αντιτραπεζικό αίσθημα που είχε δημιουργηθεί λόγω της οικονομικής κρίσης.
Οι πραγματικοί ένοχοι ωστόσο, εκείνοι που πέταγαν κατά ριπάς τις βόμβες μολότοφ στην τράπεζα, ενώ ήξεραν ότι μέσα υπήρχαν άνθρωποι, δεν έχουν ακόμα βρεθεί, ελλείψει ικανών ενδείξεων.
Χρειάστηκε να περάσουν 10 χρόνια για να πάρει μια Κυβέρνηση την απόφαση να αποδώσει φόρο τιμής στους νεκρούς της Marfin.
Το 2020 ο Μητσοτάκης προχώρησε στην τοποθέτηση τιμητικής πλάκας έξω από την τράπεζα που έχασαν τόσο άδικα την ζωή τους τρεις άνθρωποι, ενώ ανακοίνωση την άμεση απόδοση των αποζημιώσεων στους συγγενείς των θυμάτων.
Μια απόφαση που δυστυχώς δεν στηρίχτηκε από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο.
Η επιλογή πολιτικών κομμάτων να μην παρευρεθούν σε μια τελετή που ήθελε να τονίσει την ανάγκη να μην λησμονούμε πού οδηγεί η τυφλή βία και η διχόνοια, μόνο να μας προβληματίζει μπορεί.
Όπως το ίδιο, ή και περισσότερο, θα πρέπει να μας απασχολούν δηλώσεις όπως «τι έγκλημα διαπράττει κάποιος όταν κουβαλάει μια μολότοφ;», ή «δεν θυμάμαι τα τελευταία 30 χρόνια νεκρό από μολότοφ», ή ακόμα ο βανδαλισμός της τιμητικής πλάκας για τους νεκρούς της τράπεζας.
Ο φάκελος για την εύρεση των αυτουργών άνοιξε ξανά, για τρίτη φορά, καθώς έχουν βρεθεί νέα στοιχεία, ικανά να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση των δραστών. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, στον εμπρησμό της τράπεζας συμμετείχαν οκτώ άτομα. Για τα τέσσερα από αυτά, τρεις άνδρες και μία γυναίκα, η αστυνομία φέρεται να διαθέτει ισχυρές ενδείξεις για την ταυτότητά τους.
Και αυτό που πραγματικά προσδοκούμε ή θα έπρεπε να προσδοκούμε σαν κοινωνία, είναι οι ένοχοι να βρεθούν και να τιμωρηθούν.
Εις μνήμην των θυμάτων της τυφλής βίας,
Της εγκύου Αγγελικής Παπαθανασοπούλου
Του Επαμεινώνδα Τσακάλη,
και της Παρασκευής Ζούλια.