Ανάλυση

Γιατί έχασε ο Γιώργος Παπανδρέου

Ανάλυση

Γιατί έχασε ο Γιώργος Παπανδρέου

Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν ηττήθηκε από τον Νίκο Ανδρουλάκη όταν έκλεισαν οι κάλπες την Κυριακή, ούτε καν όταν άνοιξαν, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνα. Ούτε όμως με το αποτέλεσμα του α’ γύρου στις 5 Δεκεμβρίου, όπου βρέθηκε με δυσκολία δεύτερος.

H ήττα του διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Και ο βασικός λόγος είναι ότι ο πρώην Πρωθυπουργός δεν μπόρεσε να ανατρέψει τη γενικευμένη καχυποψία και τον –δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα– διάχυτο «αντι-παπανδρεϊσμό», τόσο στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ όσο και σε μεγάλο μέρος του χώρου της Κεντροαριστεράς. Δεν μπόρεσε, και εξαιτίας σειράς λανθασμένων επιλογών, να υπερκεράσει την αντισυσπείρωση που συγκροτείτο απέναντί του, στην οποία, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, συνέπραξαν όλες οι υπόλοιπες φυλές του ΚΙΝΑΛ.

Ο βουλευτής Αχαΐας του Κινήματος Αλλαγής, πρόεδρος του ΚΙΔΗΣΟ και πρώην Πρωθυπουργός προχώρησε, όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα και της πρώτης και της δεύτερης Κυριακής, σε διαδοχικά τακτικά λάθη, τα οποία λειτουργούσαν ως αφορμές για να αποδυναμώνεται η πορεία προς τη βάση της παράταξης, η οποία, κατά παράδοξο τρόπο, μεγεθύνθηκε ακριβώς χάρη στην παρουσία του, χάρη δηλαδή στην απήχηση του ονόματός του, που είχε ως αποτέλεσμα αυξημένες μετακινήσεις και επανάκαμψη πολλών πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που από το 2012 και μετά είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ.

Ο κ. Παπανδρέου έδινε διαρκώς την αφορμή να ζυμώνονται στο εκλογικό σώμα της παράταξης οι όποιες του ευθύνες από το παρελθόν και οι ασαφείς προθέσεις του για το μέλλον, με συνέπεια να αφοπλίζεται το βασικό του όπλο: η σύγχρονη πολιτική, σοσιαλδημοκρατική ατζέντα του.

Γιατί και πώς συνέβη αυτό; Η πιο πειστική εξήγηση είναι ότι συνέβη επειδή αγνόησε το ενδεχόμενο ήττας. Ή ότι δεν το πήρε σοβαρά υπόψη. Δεν πίστεψε, δηλαδή, ότι μπορεί να χάσει. Έτσι προέκυψαν σοβαρά λάθη που στον αχό της επικοινωνιακής παρουσίας των συγκεντρώσεων που έκανε ανά την Ελλάδα, υποτιμήθηκαν. Δεν το άκουσε ο ίδιος, δεν το άκουσαν ούτε οι επιτελείς του.

Τα λάθη ήταν τα εξής.

  • Από την ώρα που δήλωσε ότι θα είναι υποψήφιος και δεν διεκδικεί ρεβάνς για το παρελθόν, δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι ήταν λανθασμένη επιλογή η ίδρυση του ΚΙΔΗΣΟ, το 2015. Αν, για παράδειγμα, έλεγε ότι αποδείχθηκε λανθασμένη εκείνη η πρωτοβουλία, δεν θα έδινε το πάτημα να του ασκείται κριτική ότι το κρατάει δίπορτο σε περίπτωση ήττας. Επιπλέον, θα μπορούσε εξ αρχής να πει ότι τώρα το ΚΙΝΑΛ είναι το κοινό σπίτι όλων και ότι θα παραμείνει σε αυτό per mare per terra. Το ξεκαθάρισε μόλις προχθές, εν όψει του β’ γύρου, αλλά ήταν αργά.
  • Υπογράμμισε μεν και σωστά ότι η ανανέωση δεν είναι ηλικιακή, αλλά αφορά τις ιδέες, όμως δεν έβγαλε μπροστά νέα στελέχη που θα έδιναν τη μάχη για την εκλογή του και θα τράβαγαν το κουπί της κόντρας με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Θα έδειχνε έτσι τι εννοεί λέγοντας «νέες ιδέες» με νέα πρόσωπα. Και είχε αξιόλογους υποστηρικτές που θα μπορούσαν να το κάνουν. Αφησε έτσι τον νέο πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ να μονοπωλεί το δίπτυχο ανανέωση-ενότητα και περιορίστηκε να υποστηρίζει αορίστως ότι έφερε και φέρνει νέες ιδέες.
  • Αποδείχθηκε κομβικό λάθος ότι δεν πήγε στο ένα και μοναδικό debate. Η επιχειρηματολογία για την άρνησή του περισσότερο έμοιαζε με δικαιολογία παρά με άλλη άποψη. Οχι ότι θα κέρδιζε ή θα έχανε. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, για παράδειγμα, είχε τη χειρότερη εικόνα στο debate, αλλά εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Η επιμονή του πρώην πρωθυπουργού να θέσει άλλους όρους ζυμώθηκε από τους αντιπάλους του ως υπεροπτική και «πριγκιπική» συμπεριφορά. Ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που στις σύγχρονες εκλογές επηρεάζουν πολύ. Ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο αυτή η εντύπωση όταν τελικά ζήτησε να γίνει debate για τη δεύτερη Κυριακή. «Δεν μπορεί να θέλει να συζητάμε όπως και όταν θέλει εκείνος», ήταν το σχόλιο των αντιπάλων του.
  • Σωστά αγνόησε τις παροτρύνσεις να μην αποσυρθεί στον β’ γύρο και παρέμεινε για να υποστεί μια ηχηρή ήττα. Αυτό επιτάσσει η θεσμική δημοκρατική διαδικασία. Υπό μία έννοια, σωστή ήταν και η επιλογή να πολώσει το κλίμα έναντι του κ. Ανδρουλάκη. Δεν είχε άλλο τρόπο να συσπειρώσει δυνάμεις.

Ωστόσο, το έκανε με προσωπικές επιθέσεις και όξυνση, με έναν τρόπο εντελώς αντίθετο από την ηπιότητα με την οποία έθετε τα ζητήματα στον πρώτο γύρο. Το επικέντρωσε σε θέματα του παρελθόντος, το περίφημο «4-2-1», και όχι για κρίσιμα ζητήματα που θα βρεθούν μπροστά μας σύντομα. Ολο αυτό δεν άρεσε. Ούτε σε φίλους ούτε σε αντιπάλους.

  • Αποκορύφωμα, ο τρόπος που επέλεξε να ανακινήσει ζήτημα παρατυπιών. Το θέμα ήταν ήδη γνωστό στην ΕΔΕΚΑΠ και θα μπορούσε να το αναδείξει με μια απλή ανακοίνωση, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν αμφισβητεί το αποτέλεσμα – και όχι να το πάρει πάνω του προσωπικά. Ετσι έδωσε άλλο ένα πάτημα να βρεθεί στο στόχαστρο σφοδρών επικρίσεων ότι θέλει τη διάλυση.

Τούτων δοθέντων, θα ρωτήσει κάποιος: γιατί κατέβηκε; Για να «τσαλακωθεί»; Η απάντηση είναι γιατί θέλησε να υπερασπιστεί όσα πιστεύει για το μέλλον της παράταξης και της χώρας. Αυτό δεν ήταν λάθος. Λάθος ήταν ο τρόπος.

You may also like