Η αλήθεια είναι ότι πολλοί συνάδελφοι άκουσαν την είδηση του θανάτου του Γιώργου Τράγκα – άραγε, πόσοι έκλαψαν; Όταν ήταν εν ζωή, αρκετοί δήλωναν ότι δεν αισθάνονταν ούτε «συν», ούτε «αδελφοί» του – αν και ο ίδιος, πραγματικά, δεκάρα δεν θα έδινε για αυτό.
Ο Τράγκας δεν ήταν άλλωστε κανονικός δημοσιογράφος. Από αυτούς που τρέμουν τη διάψευση, που παλεύουν για τη διασταύρωση, που ανησυχούν μήπως τα κείμενά τους υποστούν σκληρότερη βάσανο από αυτή που τους αναλογεί.
Η είδηση του θανάτου του έπαιζε πρώτη την Τρίτη το πρωί στα ραδιοφωνικά δελτία ειδήσεων, ψηλά και στις ιστοσελίδες. Λογικό, ήταν σταρ ο Τράγκας. Ήταν δημόσια περσόνα και entertainer (το «Viva» στον ANT1 το θυμάστε), πολιτικός σχολιαστής, performer περιωπής στο ιδιότυπο σύμπαν του. Με υποκριτικό στίγμα και μανιέρα προσωπική: παύσεις, φωνή ποσταρισμένη στο μονίμως λυρικό και ντεσιμπέλ αναντίστοιχα του πρωινού ξυπνήματος, διαδοχικούς αυτοσχεδιασμούς. Πώς λαϊκός πρωταγωνιστής ισορροπούσε κάποτε στα τακούνια του στις «Θεσμοφοριάζουσες» επί 15 ολόκληρα λεπτά, κάνοντας το κοινό του να σπαρταράει από τα γέλια; Κάπως έτσι…
Έκλαιγε και γελούσε, θύμωνε, ωρυόταν και πονούσε. Η παρουσία του είχε αδιαμφισβήτητα στοιχεία μπαλαφάρας. Ήταν αθυρόστομος, μόνο η Μέρκελ και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης που έριχνε τα πρόστιμα ξέρει πόσο. Έκανε αστεία που δεν θύμιζαν ποτέ Εγγλέζο. Και πάντως, ήξερε να χαϊδεύει το πιστό, προσηλωμένο, φανατικό ακροατήριό του.
Δεν ήταν «φυτευτός», ούτε άκαπνος δημοσιογραφικά ο Τράγκας. Πάνω από 50 χρόνια στο κουρμπέτι. Είχε ζυμωθεί με θέματα κοινωνικά, είχε κάνει συνεντεύξεις με πολιτικά πρόσωπα, διέθετε ατζέντα ρεπόρτερ. Νεαρός, είχε θητεύσει ως αστυνομικός συντάκτης. Κι όσοι ξέρουν τι εστί αστυνομικό ρεπορτάζ, καταλαβαίνουν ίσως γιατί από νωρίς ο ίδιος αποφάσισε ότι δεν επιθυμεί σχέση με τον μίζερο βιοπορισμό από τη βαριά βιομηχανία που λέγεται δημοσιογραφία.
Τη χρησιμοποίησε με τον δικό του «τρόπο» για να πλουτίσει και να φτάσει να βρίσκεται σε λίστες φορολογικών παραδείσων, να διατηρεί εξοχικό στη νότια Γαλλία, να γεύεται πιάτα από τα χέρια του διάσημου σεφ Αλέν Ντικάς και να κυκλοφορεί με Porsche. Να περηφανεύεται στην Bild ως ο δημοφιλέστερος ραδιοφωνικός παραγωγός, να απευθύνεται από αέρος σε β’ ενικό σε Πρωθυπουργούς και εν γένει υψηλά ιστάμενους. Που λες, «Αντώνη», «Κωστάκη», «Γιώργο», «Αλέξη», «Κυριάκο»…
Ε, ποιος συνηθισμένος δημοσιογράφος ντύνεται τσολιάς για εξώφυλλο και σηκώνει τη φουστανέλα μπροστά στη Γερμανίδα καγκελάριο; Ποιος χορεύει βαλς με τη Δήμητρα, πάντα σε εξώφυλλο, όταν έχει παίξει μπουνιές με το περιβάλλον του Ανδρέα; Και εν πάση περιπτώσει, ποιος κάνει ανανέωση όρκων γάμου στο Λας Βέγκας, σε υπόκρουση Έλβις, «It’s now or never…».
Ο Τράγκας είχε σχέση με τη δεοντολογία (αν νοείται ως η ψύχραιμη, καλά ζυγισμένη, αδιατάρακτη προσέγγιση του θέματος) όση και ο Φάντης με το ρετσινόλαδο. Το παραδεχόταν και ο ίδιος εμμέσως πλην σαφώς, τιμή του και καμάρι του: «Χωρίς αναισθητικό», «Ελεύθερος Σκοπευτής», «Crash», τιτλοφορούσε τα δημιουργήματά του, εκπομπές, περιοδικά και τα συμπαρομαρτούντα.
Ο γνήσιος Τράγκας δεν θα ενδιαφερόταν ποτέ για αγιογραφίες μετά το φευγιό του από τη ζωή. Μάλλον υποτιμητικές θα τις θεωρούσε. Ηθελε να τον τρέμουν τα κομματικά επιτελεία, να βάζουν στο Μαξίμου έστω σιγανά την εκπομπή του, να διερωτάται ο κάθε έντιμος συνάδελφός του γιατί οι εφημερίδες του –παρά τις πολύ χαμηλές κυκλοφορίες τους– έπαιρναν κάποτε εξοργιστικά γενναίες κρατικές διαφημίσεις. Ηθελε να είναι υπολογίσιμος με τους Ελεύθερους Ανθρώπους, το κίνημά του, και στην πολιτική.
Δεν πρόλαβε να ταξιδέψει με το πρώτο τουριστικό διαστημόπλοιο. Είχε δηλώσει ότι ήθελε να νιώσει κοντά στον… Θεό. Ίσως να ’ξερε ότι ήταν και ο μοναδικός τρόπος που θα μπορούσε να το πετύχει.
Η πολυκύμαντη πορεία του, και ο υφολογικός μανδύας που της είχε προσδώσει, επιβάλλουν σήμερα την επίκληση επιτακτικότερα από ό,τι θέλουν οι συνήθεις νεκρολογίες: «Θεός σχωρέσ’ τον».