Θα τεθεί σε ισχύ στις 30 Δεκεμβρίου, εν μέσω έντονων αντιδράσεων των μεγάλων βιομηχανιών Σοκολάτας.
Ακόμα και οι μη λάτρεις της σοκολάτας έχουν παρατηρήσει την απότομη άνοδο στις τιμές της τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, αναμένεται ότι εντός των επόμενων εβδομάδων η τιμή της θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, όχι λόγω προσφοράς ή ζήτησης, αλλά εξαιτίας μιας απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ελήφθη σε παλαιότερες εποχές και δεν τροποποιήθηκε, παρά την πληθωριστική πίεση.
Πριν από λίγες ημέρες, οι κορυφαίοι κατασκευαστές σοκολάτας αντέδρασαν έντονα κατά της Κομισιόν για τον κανονισμό που τίθεται σε εφαρμογή στις 30 Δεκεμβρίου, ζητώντας παράταση και αναθεώρηση του. Ο κανονισμός αφορά τη διάταξη για την αποφυγή αποψίλωσης των δασών, η οποία επηρεάζει την αλυσίδα παραγωγής του κακάο, το οποίο καλλιεργείται κυρίως στη Δυτική Αφρική και στη συνέχεια μεταφέρεται σε αποθήκες μεγάλων ευρωπαϊκών λιμανιών, όπως το Άμστερνταμ, το Αμβούργο και η Αμβέρσα.
Σύμφωνα με τον νέο κανονισμό, οι σοκολατοβιομηχανίες θα υποχρεώνονται να αποδεικνύουν ότι το κακάο που εισάγεται στην ΕΕ δεν προέρχεται από περιοχές που σχετίζονται με την αποψίλωση των δασών. Αυτό απαιτεί ένα σύστημα ιχνηλάτησης που θα εντοπίζει τις εκμεταλλεύσεις στην Γκάνα και στην Ακτή του Ελεφαντοστού, μια διαδικασία που είναι πολύ δαπανηρή. Εάν διαπιστωθεί ότι το κακάο προέρχεται από περιοχές με αποψίλωση, τότε η εισαγωγή του στην ΕΕ θα απαγορεύεται.
Ακόμα, κάθε αποστολή κακάου θα πρέπει να περιλαμβάνει τις συντεταγμένες GPS των εκμεταλλεύσεων καλλιέργειας, οι οποίες θα καταχωρούνται σε βάση δεδομένων της ΕΕ. Ως αποτέλεσμα, αν σε μια απομακρυσμένη περιοχή συμβεί αποδάσωση, το κόστος των προϊόντων που παράγονται στην περιοχή αυτή θα αυξηθεί, επηρεάζοντας όχι μόνο την ευρωπαϊκή αγορά αλλά και τις τιμές παγκοσμίως. Αυτό γίνεται την ώρα που οι τιμές της σοκολάτας έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το κόστος της ζαχαροπλαστικής στον δυτικό κόσμο.
Ο κανονισμός αφορά, εκτός από τη σοκολάτα, και άλλα προϊόντα όπως το φυσικό καουτσούκ (με άμεσο αντίκτυπο στις βιομηχανίες ελαστικών), το φοινικέλαιο, η σόγια, η ξυλεία και τα βοοειδή. Η συνολική επιβάρυνση για το εμπόριο στην ΕΕ εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 2,5 δισ. δολάρια ετησίως, ποσό που θα κληθούν να πληρώσουν οι Ευρωπαίοι καταναλωτές.
Αυτή η κατάσταση εξελίσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης εμπορικής έντασης, καθώς η εκλογή Τραμπ και η αναμενόμενη αύξηση των δασμών ενδέχεται να οδηγήσουν σε έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο. Η ΕΕ ήδη έχει επιβάλει δασμούς στα κινεζικά αυτοκίνητα, ενώ η Κίνα απαντά με δασμούς σε ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα. Αυτή η τάση αναμένεται να κλιμακωθεί και στο μέλλον. Καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα ευρωπαϊκά προϊόντα θα αντιμετωπίσουν νέες εμπορικές επιθέσεις, οι ευρωπαϊκές αρχές συνεχίζουν αδιάφορες να παίρνουν αποφάσεις που φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα για την ευρωπαϊκή οικονομία.