Η πιο συχνή ερώτηση που ακούει κανείς σήμερα, εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι αν έκανε το εμβόλιο, με τους πολίτες να χωρίζονται σε αυτούς που έχουν εμπιστοσύνη στην επιστήμη και σε εκείνους που δηλώνουν αντιεμβολιαστές.
Το αντιεμβολιαστικό κίνημα δεν είναι ένα κίνημα του 21ου αιώνα. Στην πραγματικότητα, υπήρχε από την εφεύρεση του πρώτου εμβολίου. Το πρώτο εμβόλιο εφευρέθηκε από τον Έντουαρτ Τζέννερ το 1796.
Ο Άγγλος ιατρός παρατήρησε ότι οι εργαζόμενοι στην παραγωγή γάλακτος δεν νοσούν από την ασθένεια της ευλογιάς, που ήταν συχνά θανατηφόρα, καθώς είχαν ήδη νοσήσει από την ευλογιά των αγελάδων, με πιο ελαφριά συμπτώματα. Ο Τζέννερ πήρε πύον από το χέρι μιας χωριατοπούλας που νοσούσε από την ευλογιά των αγελάδων και το εισήγαγε στο χέρι ενός οκτάχρονου αγοριού. 6 εβδομάδες αργότερα εμβολίασε το παιδί με τον ιό της ευλογιάς και παρατήρησε ότι δεν νόσησε. Επανέλαβε το πείραμα και σε άλλα παιδιά, μεταξύ αυτών και στον 11 μηνών γιο του. Ήταν μια ιστορική στιγμή και η αρχή του τέλους της ευλογιάς. Από τότε υπήρξε δυσπιστία, όμως θα μπορούσαμε να την δικαιολογήσουμε μιας και ήταν ακόμα η αρχή.
Είναι δεδομένο πάντως ότι ο εμβολιασμός σταμάτησε την ευλογιά.
Σήμερα, μετά από την αλματώδη ανάπτυξη της επιστήμης και αφού ο εμβολιασμός κατάφερε να προστατέψει από θανατηφόρες ασθένειες, γιατί υπάρχουν ακόμα αντιεμβολιαστές;
Όλα ξεκίνησαν το 1998, όταν ο γαστρεντερολόγος Andrew Wakefield ισχυρίστηκε στο περιοδικό «The Lancet» πως μετά από μελέτη που έκανε σε 12 παιδιά, ανακάλυψε την σύνδεση του εμβολίου MMR (εμβόλιο για Ιλαρά, Ερυθρά, Παρωτίτιδα), με την πρόκληση αυτισμού. Η… μέλετη αυτή γίνεται σημαία του αντιεμβολιαστικού κινήματος, των συνωμοσιολόγων και των εναλλακτικών θεραπευτών. Αμέσως μετά ξεκινούν εκτεταμένες έρευνες για να διαπιστωθεί αν ο ισχυρισμός του Wakefield είχε υπόσταση. Μελέτες επί μελετών δεν κατάφεραν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς του, ενώ από την υποδειγματική έρευνα του Deer αποκαλύφθηκε ότι ο Wakefield κατασκεύασε τα «αποδεικτικά» στοιχεία, δηλαδή τα υποτιθέμενα ευρήματα των εξετάσεων από τις βιοψίες των παιδιών, οι οποίες στην πραγματικότητα ήταν φυσιολογικές.
Έτσι, το περιοδικό The Lancet ανακάλεσε την έρευνα, την οποία ανακήρυξε ως «δόλια», ενώ ο Wakefield έχασε την ιατρική του άδεια και κρίθηκε ένοχος από το Γενικό Ιατρικό Συμβούλιο, το 2010.
Λίγο αργότερα αποκαλύφθηκε επίσης ότι ο Wakefield είχε προσληφθεί από έναν δικηγόρο ονόματι Richard Barr δύο χρόνια πριν τη διεξαγωγή της έρευνάς του, λαμβάνοντας το εξωφρενικό ποσό των 150 λιρών την ώρα, ακριβώς για να κατασκευάσει μία υπόθεση εναντίον του MMR, ελπίζοντας να θησαυρίσει από τις μαζικές αγωγές γονέων αυτιστικών παιδιών που θα επακολουθούσαν. Παράλληλα, θα προωθούσε το δικό του εμβόλιο ενάντια της ιλαράς. Το κακό όμως, είχε γίνει. Η δήθεν αυτή συσχέτιση του εμβολίου MMR με τον αυτισμό, ακόμα και αν τελικά καταρρίφθηκε, οδήγησε σε μειωμένη χρήση του εμβολίου και οι περιπτώσεις ιλαράς αυξήθηκαν.
Συνολικά, το 2018 στην Ευρώπη μολύνθηκαν από τον ιό της ιλαράς 82.596 άνθρωποι και καταγράφηκαν 72 θάνατοι. Το 2017 οι μολύνσεις ήταν 25863, ενώ το 2016 5273. Έτσι, μια ασθένεια που είχε καταπολεμηθεί, ήρθε ξανά στο προσκήνιο.
Το αντιεμβολιαστικό κίνημα στηρίζεται σε θεωρίες συνωμοσίας περί νέας τάξης πραγμάτων και μείωσης του πληθυσμού, σε συμφέροντα φαρμακοβιομηχανιών και σε εναλλακτικές θεραπείες. Όλα αυτά όμως, χωρίς κάποια επιστημονική βάση.
Ιδιαίτερα σήμερα, όπου όλος ο πλανήτης δοκιμάζεται από την πανδημία του κορωνοιού, από την αρχή είχε τονιστεί ότι η ανακάλυψη των εμβολίων θα σημάνει το τέλος της πανδημίας.
Παρόλο που αυτά ανακαλύφθηκαν και έχουν λάβει και έγκριση, το αντιεμβολιαστικό κίνημα δείχνει ξανά τα δόντια του, εμποδίζοντας την επίτευξη του τείχους ανοσίας που απαιτείται. Στηριζόμενοι σε απόψεις περί “τσιπαρίσματος”, ελέγχου μαζών και μη επαρκών δεδομένων, αρκετοί είναι αυτοί που δεν εμβολιάζονται και προτρέπουν και άλλους να κάνουν το ίδιο. Ωστόσο, τα επιστημονικά δεδομένα, μιλούν από μόνα τους:
Πάνω από το 90% όσων εισάγονται με κορωνοϊό στα νοσοκομεία και στις ΜΕΘ είναι ανεμβολίαστοι. Μάλιστα, στο διάστημα 12 Απριλίου έως 2 Μαΐου, από το σύνολο των ασθενών που εισήχθησαν στα νοσοκομεία της χώρας με covid, οι 9 στους 10 δεν είχαν εμβολιαστεί, το 8% είχε κάνει μία δόση του εμβολίου και μόλις το 2% είχε εμβολιαστεί και με τις δύο δόσεις. Από τους 1,3 εκατ. πολίτες που είχαν εμβολιαστεί πλήρως έως εκείνη την περίοδο, λιγότερο από το 0,3% νόσησε μετά τη χορήγηση και της δεύτερης δόσης.
Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος θα προσπαθήσει να σας πείσει ότι τα εμβόλια είναι πολύ επικίνδυνα, απλά αναρωτηθείτε πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς εμβόλια. Θα γυρίζαμε πίσω σε μια εποχή που νομίζαμε ότι έχει τελειώσει οριστικά.