Οι δασμοί και οι γεωπολιτικές εντάσεις ωθούν τις επιχειρήσεις να μεταφέρουν την παραγωγή τους εκτός Κίνας. Στην πράξη, όμως, η απεξάρτηση από το κινεζικό βιομηχανικό οικοσύστημα αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολη απ’ όσο φαίνεται.
Όταν η αμερικανική εταιρεία παιχνιδιών Learning Resources επιχείρησε να απομακρύνει την παραγωγή της από την Κίνα, ήρθε αντιμέτωπη με μια σκληρή πραγματικότητα: η κινεζική παρουσία παραμένει βαθιά ριζωμένη στην παγκόσμια βιομηχανική αλυσίδα. Η μεταφορά εργοστασίων είναι εφικτή· η απεξάρτηση από την Κίνα, όμως, αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολη υπόθεση.
Στην πόλη Phu Ly του Βιετνάμ, περίπου δύο ώρες νότια του Ανόι, το εργοστάσιο παιχνιδιών Dong Phuong αποπνέει περισσότερο κινεζική παρά βιετναμέζικη ταυτότητα. Επιγραφές στα κινέζικα, στοιχεία Φενγκ Σούι και Κινέζοι διευθυντές που επιβλέπουν εκατοντάδες εργαζόμενους συνθέτουν την εικόνα. Η μονάδα ανήκει σε εταιρεία με έδρα την επαρχία Zhejiang της Κίνας, μία από τις πολλές που τα τελευταία χρόνια έχουν μεταφέρει δραστηριότητες στο Βιετνάμ.
Για την Elana Woldenburg Ruffman, αντιπρόεδρο μάρκετινγκ και μέλος της οικογένειας που ίδρυσε τη Learning Resources, η στροφή αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική μείωσης του ρίσκου στις εφοδιαστικές αλυσίδες, ως απάντηση στους δασμούς της περιόδου Τραμπ. «Η διαφοροποίηση δεν είναι επιλογή, είναι ζήτημα επιβίωσης», τονίζει.
Το Βιετνάμ ως εναλλακτική
Το Βιετνάμ φαντάζει ελκυστικός προορισμός: οι αμερικανικοί δασμοί στα βιετναμέζικα προϊόντα ανέρχονται στο 20%, χαμηλότεροι από το 31% που ισχύει για τις κινεζικές εισαγωγές και πολύ μακριά από το 145% με το οποίο είχε απειληθεί η Κίνα. Ωστόσο, στελέχη όπως η Ruffman διαπιστώνουν ότι η μετεγκατάσταση της παραγωγής είναι σαφώς πιο σύνθετη και δαπανηρή απ’ όσο αρχικά υπολόγιζαν.
Η οικονομική ανάπτυξη του Βιετνάμ την τελευταία δεκαετία είναι εντυπωσιακή. Από χώρα χαμηλής προστιθέμενης αξίας στη μεταποίηση, εξελίχθηκε σε εξαγωγική δύναμη άνω των 400 δισ. δολαρίων ετησίως. Καθοριστικό ρόλο σε αυτήν τη μεταμόρφωση έχουν διαδραματίσει οι ξένες επενδύσεις, με ολοένα και περισσότερους Κινέζους βιομήχανους να εγκαθίστανται στη χώρα για να αποφύγουν δασμούς και αυξανόμενα κόστη στην πατρίδα τους. Τα βιομηχανικά πάρκα γύρω από το Ανόι φιλοξενούν πλέον δεκάδες εργοστάσια κινεζικής ιδιοκτησίας.
Μέχρι πρόσφατα, πάνω από το 80% των περίπου 2.000 προϊόντων της Learning Resources κατασκευαζόταν στην Κίνα. Στόχος της εταιρείας είναι πλέον η αισθητή μείωση αυτής της εξάρτησης. Παρ’ όλα αυτά, το βιομηχανικό οικοσύστημα του Βιετνάμ παραμένει περιορισμένο: έναντι περίπου 10.000 εργοστασίων παιχνιδιών στην Κίνα, το Βιετνάμ διαθέτει μόλις 100 με εξαγωγικό προσανατολισμό. Το περιορισμένο εργατικό δυναμικό –53 εκατ. εργαζόμενοι, λιγότερο από το ένα δέκατο της Κίνας– δυσκολεύει περαιτέρω την απορρόφηση των εταιρειών που αναζητούν νέες βάσεις παραγωγής.
Μια διαδικασία αργή και ακριβή
Η μετάβαση αποδεικνύεται χρονοβόρα και κοστοβόρα. Κάθε παιχνίδι απαιτεί πολλά χαλύβδινα καλούπια, τα περισσότερα εκ των οποίων κατασκευάζονται στην Κίνα. Η μεταφορά τους κοστίζει περίπου 5.000 δολάρια το καθένα, ανεβάζοντας σημαντικά τον συνολικό λογαριασμό. Επιπλέον, παρότι τα τελικά προϊόντα μπορεί να φέρουν την ένδειξη «Made in Vietnam», πολλά εξαρτήματα εξακολουθούν να προέρχονται από την Κίνα, αυξάνοντας τον κίνδυνο επιβολής κυρώσεων από τις ΗΠΑ.
Στην πράξη, το κόστος παραγωγής στο Βιετνάμ είναι κατά 10%-15% υψηλότερο σε σύγκριση με την Κίνα. Η παραγωγικότητα είναι επίσης χαμηλότερη, καθώς τα βιετναμέζικα εργοστάσια βασίζονται περισσότερο στη χειρωνακτική εργασία, ενώ οι κινεζικές μονάδες έχουν επενδύσει μαζικά στον αυτοματισμό. Σύμφωνα με τη Ruffman, η απόδοση ανά εργαζόμενο στο Βιετνάμ μπορεί να υπολείπεται έως και 40%.
Παρά τα εμπόδια, η Learning Resources επιμένει στη στρατηγική διαφοροποίησης. Σε ένα περιβάλλον απρόβλεπτων δασμών, η μονομερής εξάρτηση από την Κίνα θεωρείται πλέον υπερβολικά ριψοκίνδυνη. Η εταιρεία έχει ήδη αυξήσει τις τιμές κατά περίπου 6% για να καλύψει μέρος του κόστους, ενώ προειδοποιεί ότι οι εμπορικές εντάσεις θα συνεχίσουν να πιέζουν τις τιμές προς τα πάνω. Παράλληλα, αλλάζει και ο σχεδιασμός των προϊόντων: λιγότερα αξεσουάρ, φθηνότερα υλικά και πιο απλό φινίρισμα. «Ο καταναλωτής σύντομα θα νιώσει τον αντίκτυπο», σημειώνει η Ruffman.
Η εξάρτηση από την Κίνα δεν περιορίζεται μόνο στα παιχνίδια, αλλά επεκτείνεται και στη συσκευασία. Η παραγωγή βιβλίων, εγχειριδίων και χάρτινων εξαρτημάτων έχει ανατεθεί στην Caile Intelligent Packaging, μια κινεζικής ιδιοκτησίας εκτυπωτική εταιρεία. Και σε αυτήν την περίπτωση, η ποιότητα είναι υψηλή, αλλά η παραγωγική βάση παραμένει κινεζική.
Το εγχείρημα απορροφά τεράστιους διοικητικούς πόρους: πάνω από το 30% του προσωπικού της Learning Resources ασχολείται πλέον με θέματα δασμών και μετεγκατάστασης, αντί με την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
Μεταξύ αβεβαιότητας και αισιοδοξίας
Παράλληλα, ο ευρύτερος μετασχηματισμός του Βιετνάμ είναι εμφανής. Οι εργάτες αμείβονται με περίπου 300 δολάρια τον μήνα, ποσό σημαντικά υψηλότερο από τα έσοδα της παραδοσιακής γεωργίας. Οικογένειες που παλαιότερα ζούσαν από τη γη, επενδύουν πλέον στην εκπαίδευση των παιδιών τους, ακόμη και στο εξωτερικό. Τεχνικές σχολές σε συνεργασία με διεθνείς ομίλους τροφοδοτούν τα εργοστάσια με εργατικό δυναμικό, ενώ οι προοπτικές απασχόλησης παραμένουν θετικές.
Ωστόσο, οι ανησυχίες δεν απουσιάζουν. Η επέκταση των βιομηχανικών πάρκων δημιουργεί φόβους στις μικρές τοπικές επιχειρήσεις, ενώ οι εργοστασιακές καντίνες περιορίζουν τα έσοδα των γύρω καταστημάτων εστίασης.
Παρά τις προκλήσεις, η αισιοδοξία στο Βιετνάμ παραμένει έντονη. Οι επενδύσεις αυξάνονται, οι μονάδες παραγωγής επεκτείνονται και το εργατικό δυναμικό αναβαθμίζεται. Η Ruffman συμμερίζεται αυτή τη συγκρατημένη θετική προοπτική: «Το Βιετνάμ έχει αναμφίβολα δυνατότητες», λέει. Ωστόσο, επισημαίνει ότι ο μοναδικός συνδυασμός κλίμακας, τεχνογνωσίας και υποδομών της Κίνας δεν αναπαράγεται εύκολα αλλού. «Δεν μπορείς να ξαναχτίσεις το κινεζικό οικοσύστημα σε άλλη χώρα – τουλάχιστον όχι το 2025. Χρειάζεται χρόνος», καταλήγει.















