Δήλωσε η υπουργός Εργασίας σε συνέντευξη της σε εκπομπή της ΕΡΤ.
Η κα Μιχαηλίδου ανέφερε οτι 1η Μαρτίου δεν θα υπάρχει Έλληνας ο οποίος να μην έχει ιατροφαρμακευτική κάλυψη στον δημόσιο τομέα.
Όλοι οι Έλληνες θα έχουν ιατροφαρμακευτική κάλυψη στα δημόσια νοσοκομεία και θα μπορούν να συνταγογραφούνται και για συνταγές εκτέλεσης στα ιδιωτικά φαρμακεία», επισήμανε η υπουργός και σημείωσε ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα που όλοι οι Έλληνες έχουν ιατροφαρμακευτική κάλυψη, ανεξαρτήτως του αν έχουν πληρώσει ή ρυθμίσει τα χρέη τους. Αλλά πηγαίνουμε στην προ Covid-19 εποχή όπου οι συμπολίτες μας που δεν έχουν ρυθμίσει τα χρέη τους ή που δεν πληρώνουν τελείως τα χρέη τους, δεν θα έχουν την κάλυψη σε ιδιώτες γιατρούς, εξήγησε.
Η υπουργός Εργασίας τόνισε στη συνέχεια: «Αυτός που δεν πληρώνει τα χρέη του θα έχει πρόσβαση σε νοσοκομεία, σε υπηρεσίες δημόσιας υγείας, σε συνταγογράφηση που θα μπορεί να εκτελεί σε ιδιωτικά φαρμακεία. Ακόμα και στους ανασφάλιστους πολίτες με αναπηρία και στα παιδιά ανασφάλιστων, θα καλύπτει το κράτος τις ιδιωτικές παροχές για να μπορούν να πηγαίνουν σε ιδιώτες γιατρούς για την συνταγογράφηση».
Όσον αφορά στον κατώτατο μισθό η κ. Μιχαηλίδου ανέφερε ότι η διαβούλευση γίνεται διαβούλευση μεταξύ κοινωνικών εταίρων και μεγάλων οικονομικών θεσμών. Δηλαδή έχει δύο παράλληλες σχεδόν διαδικασίες. Η μία οικονομικών θεσμών, όπως της Τράπεζας της Ελλάδος, του ΙΟΒΕ, του Κέντρου Ερευνών και παράλληλα εκπροσώπων τόσο των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών, οι οποίοι σε αυτήν την τριμερή συζήτηση πολιτείας, εργαζομένων και εργοδοτών συζητούν και καταθέτουν τις προτάσεις τους, έτσι ώστε με τα χρονοδιαγράμματα που θέσαμε στη Βουλή να μπορούμε 1η Απριλίου να έχουμε τον νέο κατώτατο μισθό, την τέταρτη διαδοχική αύξηση του κατώτατου μισθού, που τη θέλουμε από αρχές Απριλίου, ώστε να συμπεριληφθεί στη θερινή περίοδο που η χώρα μας απασχολεί το υψηλότερο κομμάτι του ποσοστού του λόγω τουριστικής περιόδου.
Σχετικά με το ύψος του κατώτατου μισθού και εάν αυτός μπορείς να καλύψει το ζήτημα της ακρίβειας, απάντησε: «Η ακρίβεια είναι πρόβλημα ορατό και βιώνεται από τα ελληνικά νοικοκυριά κάθε μέρα. Γι αυτό το φέρνουμε και πιο νωρίς, αλλά και είναι η τέταρτη διαδοχική αύξηση. Να θυμίσω ότι από το 2019 που αναλάβαμε, τόσο ο κατώτατος όσο και ο μέσος μισθός έχουν ανέβει 20% στη χώρα μας. Αυτό βέβαια μαζί με μειώσεις που έχουν γίνει στους φορολογικούς συντελεστές, στους ασφαλιστικούς συντελεστές, μαζί με κίνητρα που έχουν δοθεί, με άμεσες ξένες επενδύσεις που έχουν έρθει στη χώρα. Τα πράγματα δεν είναι ρόδινα και τα προβλήματα της καθημερινότητας και της ακρίβειας υπάρχουν. Το θέμα είναι να καταλάβουμε πως με αλλαγές, με μεταρρυθμίσεις, με σωστό δημοσιονομικό έλεγχο και πορεία πηγαίνουμε σε ένα μεταβατικό μοντέλο που καταφέρνουμε και σιγά σιγά έρχεται».
Σε ερώτηση για το εάν υπάρχουν ενστάσεις από την άλλη πλευρά, απάντησε: Γι αυτό ακριβώς η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι προϊόν διαβούλευσης και είναι μια άσκηση ισορροπίας μεταξύ της ανάγκης να δοθεί πίσω στον κόσμο κομμάτι της παραγωγικότητας τους και βέβαια της ανάγκης να παραμείνει η χώρα μας ανταγωνιστική και με αναπτυξιακό προφίλ, έτσι όπως έχουμε καταφέρει τα τελευταία χρόνια. Και αυτό δεν είναι κάτι το οποίο παραδεχόμαστε μεταξύ μας. Είναι κάτι το οποίο φαίνεται και στις διεθνείς αξιολογήσεις.