Η Λέλα Καραγιάννη, γνωστή και ως Μπουμπουλίνα της Κατοχής, υπήρξε η πρώτη πολίτης που πρόβαλε οργανωμένη αντίσταση κατά των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων, δράση για την οποία εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 8 Σεπτεμβρίου του 1944.
Γεννήθηκε στην Λίμνη Ευβοίας στις 25 Μαρτίου του 1898 και η προγιαγιά της, από την μεριά της μητέρας της, ήταν η Μπουμπουλίνα.
Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, εγκατέλειψε το Ωδείο Αθηνών όπου σπούδαζε και εντάχθηκε στο Σώμα Εθελοντριών Αδελφών του Ερυθρού Σταυρού.
Σε ένα από τα νοσοκομεία όπου υπηρέτησε, η Λέλα γνώρισε έναν τραυματία εθελοντή στρατιώτη από την Μικρά Ασία, τον Νίκο Καραγιάννη, τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησαν 7 παιδιά.
Βοηθάει τον άντρα της στην φαρμακαποθήκη που διαθέτει και σύντομα υπό την συμβουλή της, ανοίγουν κατάστημα καλλυντικών και αρωμάτων στην Ομόνοια, το οποίο αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγείο για την εκδήλωση της αντιστασιακής της δράσης.
Η αντιστασιακή δράση της Λέλας Καραγιάννη ξεκινά μόλις 20 μέρες μετά την κατοχή, στις 17/05/1941. Με πρώτους βοηθούς και συνεργάτες τον άντρα της, τα 6 μεγαλύτερα παιδιά της και κάποιους στενούς φίλους, ίδρυσε την Σιωπηλή Στρατιά.
Έδρα ήταν το σπίτι της στην Οδό Λήμνου 1, κοντά στην σημερινή πλατεία Αμερικής, στο κέντρο της Αθήνας. Έναν μήνα μετά τα πρώτα της σχέδια η ομάδα εξελίχθηκε σε αντιστασιακή οργάνωση και μετονομάστηκε σε «Μπουμπουλίνα» από την πρόγονο της.
Αρχικός στόχος ήταν η ανεύρεση, περίθαλψη και φυγάδευση στρατιωτών των συμμαχικών δυνάμεων. Για να πετύχει τον σκοπό της μάλιστα, πολλές φορές καλούσε κομμωτές ώστε να βάψουν τα μαλλιά των στρατιωτών και να περνούν απαρατήρητοι.
Αργότερα, με την εξέλιξη σε οργάνωση, η Καραγιάννη αναπτύσσει ένα δίκτυο 100 και πλέον συνεργατών, και συμμετέχει σε κατασκοπείες και ενέργειες δολιοφθοράς εναντίον του εχθρού.
Μάζευε στοιχεία και τα μεταβίβαζε στους συμμάχους, καταφέρνοντας τελικά σημαντικά πλήγματα εναντίον του 3ου Ράιχ. Ανατινάξεις αεροδρομίων, καταβυθίσεις υποβρυχίων και νηοπομπών ήταν μερικά μόνο από τα πλήγματα που έγιναν χάρη σε εκείνη. Ακόμα, τροφοδοτούσε με πολεμοφόδια από τις αποθήκες των στρατευμάτων κατοχής και φαρμακευτικό υλικό από την αποθήκη του συζύγου της αντάρτικες ομάδες της υπαίθρου, με τις συναλλαγές αυτές να γίνονται με πρόσχημα ότι εμπορικοί αντιπρόσωποι έφερναν εμπορεύματα ή ότι πελάτες αγοράζουν και παίρνουν τις παραγγελίες τους.
Η αντιστασιακή δράση της ομάδας της, ωστόσο, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Γερμανούς κατακτητές.
Το 1941 συλλαμβάνονται κάποια από τα παιδιά της με την κατηγορία τη κατασκοπίας, καταφέρνει όμως να τα αποφυλακίσει. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους συνελήφθη μαζί με τον σύζυγό της.
Στις φυλακές Αβέρωφ ισχυρίστηκε πως ήταν σε διάσταση με τον σύζυγό της και δήλωσε το πατρικό της όνομα, Μινοπούλου. Κατάφερε, έτσι, να απαλλάξει τον άνδρα της από τις κατηγορίες και να αφεθεί ελεύθερος δύο μήνες μετά τη φυλάκισή του.
Η ίδια παρέμεινε στην φυλακή μέχρι τον Μάρτιο του 1942, αφού πρώτα είχε περάσει ιταλικό στρατοδικείο, αλλά απαλλάχθηκε λόγω έλλειψης στοιχείων.
Η παραμονή της στη φυλακή τη βοήθησε να ενισχύσει το δίκτυο των συνεργατών της, συστρατεύοντας στον αγώνα της μέχρι και τους δεσμοφύλακες, οι οποίοι της μετέφεραν πολύτιμες πληροφορίες των ναζί.
Οι διασυνδέσεις που είχε η Καραγιάννη με μια άλλη αντιστασιακή οργάνωση, την Απόλλων, έμελλε να ήταν αυτές που θα την οδηγούσαν στον θάνατο.
Στην φάση αυτή η Καραγιάννη βρίσκεται ότι πάσχει από υπερκόπωση και καρδιακή ανεπάρκεια και εισάγεται στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού ύστερα από πιέσεις της οικογένειας της.
Το βράδυ της 10ης Ιουλίου του 1944, τα SS εισβάλουν αιφνιδιαστικά στο σπίτι της Λέλας Καραγιάννη και συλλαμβάνουν 5 από τα παιδιά της. Το πρωί της επόμενης ημέρας, συλλαμβάνεται και η ίδια στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού.
Όλοι οι συλληφθέντες μεταφέρονται στο γνωστό κολαστήριο της οδού Μέρλιν 6 και αργότερα στις φυλακές Χαϊδαρίου.
Ο ανακριτής Μπεκε υποβάλλει την Καραγιάννη σε βασανιστήρια για να υποκύψει και να δώσει ονόματα. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες την είχαν κρεμασμένη από την τροχαλία και την χτυπούσαν με βούρδουλα, ενώ ακολούθησαν κι άλλα φρικιαστικά βασανιστήρια. Σε μια ύστατη προσπάθεια να μιλήσει, οι Γερμανοί δεν δίστασαν να σημαδέψουν μπροστά της τα παιδιά της, απειλώντας την ότι αν δεν μιλήσει θα τα σκοτώσουν επί τόπου. Η Καραγιάννη απάντησε: «Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, δικά μου είναι, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρωτίστως ανήκουν στην Ελλάδα. Κάνε ό,τι θες.»
Η Λέλα Καραγιάννη εκτελέστηκε τελικά το ξημέρωμα της 8ης Σεπτεμβρίου του 1944, μαζί με άλλους 70 αγωνιστές. Πριν πεθάνει, συγχώρεσε τον προδότη της Γιώργο Ριζόπουλο, ο οποίος γονάτισε μπροστά της και της ζήτησε συγχώρεση.
Την ώρα της εκτέλεσης, η Λέλα Καραγιάννη έψαλε τον εθνικό ύμνο και χόρευε τον χορό του Ζαλόγγου.
Τα παιδιά της αφέθηκαν ελεύθερα εκείνο το βράδυ, ύστερα από πιέσεις του συζύγου της και μετά από λίγες μέρες, η Ελλάδα απελευθερώθηκε.
Μεταθανάτια έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις, τόσο από το ελληνικό κράτος, όσο και από ξένα. Μεταξύ αυτών, το μετάλλιο της Χρυσής Δάφνης από τον Βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο τον ΣΤ’, το οποίο όμως η οικογένειά της επέστρεψε στην Αγγλική Κυβέρνηση όταν το 1956 οι Άγγλοι εκτέλεσαν δι απαγχονισμού τον Καραολή και τον Δημητρίου. Ο Νίκος Καραγιάννης, μεταξύ άλλων είπε: Η σύζυγός μου θυσίασε την ζωή της για να περιθάλψει και να σώσει τα δικά σας παιδιά, ενώ εσείς δολοφονείτε τα δικά μας.»
Το 2020, η Λέλα Καραγιάννη τιμήθηκε από το Ελληνικό Κράτος με τον Βαθμό Ταξιάρχου επί Τιμή.