Ενω το διαθέσιμο εισόδημα των Νοικοκυριών αυξάνεται, ταυτόχρονα αυξάνεται και η Ιδιωτική Κατανάλωση, με αποτέλεσμα να υπάρχει αρνητική αποταμίευση και να στερούνται έτσι κεφάλαια απο την παραγωγική οικονομία.
Οι μισθοί αυξάνονται σε μέσο όρο, και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό από τον πληθωρισμό. Η αύξηση του 2024 ήταν 5,6% σε ονομαστικούς όρους και 2,5% σε πραγματικούς όρους, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό. Η υπουργός Εργασίας δικαίως γιορτάζει το αποτέλεσμα, καθώς επιτεύχθηκε με τη σημαντική συμβολή της εξαρτημένης εργασίας.
Παρόλα αυτά, το πρόβλημα για την οικονομία παραμένει το γεγονός ότι τα επιπλέον χρήματα καταναλώνονται όπως και στο παρελθόν. Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει υψηλή, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η αρνητική αποταμίευση. Ως συνέπεια, μειώνονται τα διαθέσιμα κεφάλαια για επενδύσεις, και η οικονομία εξακολουθεί να υποχρηματοδοτείται. Αυτό αποτελεί μεγάλο ζήτημα για τη βιώσιμη ανάπτυξη, ειδικά αν επιθυμούμε μακροπρόθεσμες επενδύσεις, πέραν των έκτακτων κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η κυβέρνηση θεωρούσε σωστά ότι η αύξηση των μέσων αποδοχών, με στόχο τα 1.500 ευρώ στο τέλος της τετραετίας, θα αποτελούσε λύση στην ακρίβεια της προηγούμενης τριετίας. Τώρα είναι βέβαιο ότι αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί νωρίτερα, αλλά αυτό δεν αρκεί. Είναι μόνο ένα μέρος της λύσης. Πρέπει να εξετάσουμε πώς θα διαχειριστούν τα επιπλέον χρήματα, σε μια οικονομία όπου το 70% είναι κατανάλωση. Στην Ελλάδα, αντί να αποταμιεύουμε, συνεχίζουμε την αλόγιστη κατανάλωση, κάτι που σταδιακά μας επιστρέφει στις συνθήκες πριν από την κρίση και στις κακές πρακτικές που τελικά οδηγούν σε στασιμότητα.
Η Eurobank, στην εβδομαδιαία ανάλυσή της, παρατηρεί ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά το 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2024, φτάνοντας τα 119,4 δισ. ευρώ από 113,1 δισ. ευρώ το 2023. Ωστόσο, η κατανάλωση αυξήθηκε ακόμα περισσότερο, φτάνοντας τα 122,1 δισ. ευρώ από 115,6 δισ. ευρώ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αποταμίευση να παραμείνει αρνητική, φτάνοντας τα -2,6 δισ. ευρώ ή -2,2% του διαθέσιμου εισοδήματος.
Η αρνητική αποταμίευση αποτελεί δομικό πρόβλημα για την οικονομία, όπως σημειώνει η Eurobank, και το μοναδικό διάλειμμα υπήρξε κατά την πανδημία, όταν η περιορισμένη κατανάλωση είχε ως αποτέλεσμα την αποταμίευση. Με το τέλος των lockdowns, επιστρέψαμε στην κανονικότητα της αρνητικής αποταμίευσης, γεγονός που στερεί κεφάλαια για εγχώριες επενδύσεις και οδηγεί την οικονομία να αντλεί μέρος της χρηματοδότησης από τον εξωτερικό δανεισμό.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, τόνισε ότι η ανάγκη αύξησης των επενδύσεων πρέπει να γίνει κατανοητή από όλο το πολιτικό σύστημα, την κοινωνία και τις επιχειρήσεις. Κάθε διαθέσιμος πόρος, τόσο δημόσιος όσο και ιδιωτικός, πρέπει να κατευθύνεται στην ενίσχυση των επενδύσεων, ώστε αυτές να αυξάνονται με ρυθμό 9% ετησίως. Ωστόσο, με τόσο χαμηλή ιδιωτική αποταμίευση, τέτοιοι στόχοι φαίνονται δύσκολο να επιτευχθούν.