Έχουν εκφραστεί πάρα πολλές προτάσεις και πολλοί μύθοι για το θέμα αυτό, ας δούμε όμως τι ισχύει στην πράξη.
Ποιος ευθύνεται τελικά για την ακρίβεια; Είναι ο υψηλός ΦΠΑ ή ο ΕΦΚ; Μήπως οι ολιγοπωλιακές πρακτικές στην αγορά κρατούν τεχνητά υψηλές τις τιμές για να εκμεταλλεύονται τους καταναλωτές; Ή μήπως όλα αυτά μαζί;
Όσο περισσότερα στελέχη της αντιπολίτευσης ρωτήσει κανείς, τόσες περισσότερες διαφορετικές απαντήσεις θα λάβει. Οι «εύκολες» απαντήσεις που ακούγονται στον δημόσιο διάλογο είναι όχι μόνο αντιεπιστημονικές, αλλά και αποσπασματικές, καθώς τα πραγματικά αίτια της επίμονης ακρίβειας είναι βαθύτερα. Αυτά συνδέονται κυρίως με τη δομή της αγοράς και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων.
Ας εξετάσουμε το ζήτημα από την αρχή.
Μπορεί η μείωση του ΦΠΑ να μειώσει τις τιμές; Η απάντηση είναι ότι «εξαρτάται». Εξαρτάται από το είδος του προϊόντος.
Για παράδειγμα, η μείωση του ΦΠΑ σε προϊόντα με υψηλή ελαστικότητα ζήτησης μπορεί όντως να μειώσει τις τιμές για τους καταναλωτές. Ωστόσο, αυτά τα προϊόντα είναι συνήθως πολυτελή και ακριβότερα.
Αντίθετα, στα βασικά αγαθά, που έχουν χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης, η μείωση του ΦΠΑ οδηγεί σε αναλογικά μικρότερη μείωση της τελικής τιμής. Ο χαμηλότερος ΦΠΑ δεν μετακυλίεται πλήρως στον καταναλωτή, ο οποίος επωφελείται μόνο μερικώς. Αυτά τα προϊόντα περιλαμβάνουν είδη πρώτης ανάγκης, φάρμακα, τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά για τα νοικοκυριά.
Συνεπώς, όταν η αντιπολίτευση προτείνει γενικευμένη μείωση του ΦΠΑ, ουσιαστικά υποστηρίζει τις επιχειρήσεις που παράγουν πολυτελή προϊόντα, που είναι κυρίως εισαγόμενα. Αυτό σημαίνει έμμεση στήριξη των εισαγωγών και ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας όχι στην Ελλάδα, αλλά στο εξωτερικό.
Η ανάλυση αυτή είναι πλήρης; Προφανώς όχι. Οι τιμές καθορίζονται και από την πλευρά της προσφοράς, η οποία δεν πρέπει να αγνοηθεί. Όσο πιο ελαστική είναι η προσφορά, τόσο εξουδετερώνεται οποιαδήποτε θετική επίδραση της μείωσης των έμμεσων φόρων, ανεξάρτητα από την ελαστικότητα της ζήτησης.
Η επίδραση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (ΕΦΚ) είναι παρόμοια, αλλά με ένα επιπλέον αρνητικό αποτέλεσμα: τη μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους.
Αντιμέτωποι με αυτή τη δύσκολη εξίσωση της οικονομικής πολιτικής, η σιωπηλή πλειοψηφία των οικονομολόγων παραμένει σιωπηλή. Η οικονομική πολιτική είναι πολύ πιο σοβαρή υπόθεση από τις εύκολες ρητορείες του προεκλογικού διαλόγου.
Δεν είναι θέμα της Κυβέρνησης ή της εμπειρίας, αλλά της επιστήμης που δείχνει ότι η γενικευμένη μείωση των έμμεσων φόρων δεν περνά εξολοκλήρου στους καταναλωτές. Η αγνόηση της επιστήμης έχει οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Ας διδαχθούμε από τα λάθη μας και ας μην τα επαναλάβουμε.
Τελικά, τι καθορίζει το επίπεδο των τιμών και πώς μπορούμε να προστατευτούμε;
Η ενίσχυση του εισοδήματος, η διεύρυνση των ελέγχων και οι στοχευμένες παρεμβάσεις στην αγορά, όπως ακολουθεί η Κυβέρνηση, έχουν άμεσα αποτελέσματα και μετριάζουν τις συνέπειες της ακρίβειας. Η αποτελεσματικότητα αυτών των παρεμβάσεων φαίνεται από τους δείκτες της Eurostat.
Ωστόσο, οποιαδήποτε νέα παρέμβαση στους έμμεσους φόρους πρέπει να πληροί δύο βασικές προϋποθέσεις: να μην παραβιάζει την αρχή της δημοσιονομικής ισορροπίας και να αφορά αγαθά με ανελαστική ζήτηση ώστε το όφελος να μετακυλίεται στον καταναλωτή. Η διατήρηση χαμηλών συντελεστών ΦΠΑ σε αγαθά πρώτης ανάγκης, όπως ήδη εφαρμόζεται, είναι προς αυτή την κατεύθυνση.
Για να αντιμετωπίσουμε μακροχρόνια το πρόβλημα και να προετοιμαστούμε για μελλοντικές κρίσεις, δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Η αγορά λειτουργεί με την προσφορά και τη ζήτηση. Αφού συμφωνούμε στην τόνωση της ζήτησης, ας αποδεχθούμε και την ανάγκη ενίσχυσης της προσφοράς, δηλαδή της παραγωγής.
Σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, όπως αυτή που βιώνει η ελληνική οικονομία, το στοίχημα του πληθωρισμού κρίνεται στην ενίσχυση της προσφοράς. Οι πρωτοβουλίες του Πρωθυπουργού για τις πολυεθνικές, η ενίσχυση της προσφοράς εργασίας, τα μεγάλα έργα υποδομής και οι μεταρρυθμίσεις στο κράτος κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.