Αυτός είναι ο Ιάκωβος Τσούνης, ο 97χρονος βετεράνος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου που χάρισε στις Ένοπλες Δυνάμεις 23 εκατομμύρια ευρώ και 60 αποβατικά σκάφη.
Γεννημένος στην Πάτρα στις 20 Ιουνίου του 1925, ο Ιάκωβος Τσούνης είναι το τελευταίο από τα 13 παιδιά της οικογένειας.
Ακολουθώντας τα βήματα των προγόνων του, Λεονταίων και Πετμεζαίων, αγωνιστών στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, ο 16χρονος Ιάκωβος κατατάσσεται εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό, χρησιμοποιώντας την ταυτότητα του μεγαλύτερου αδερφού του που ήταν ενήλικος. Έτσι, μεταβαίνει στην πρώτη γραμμή του μετώπου στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940. «Ή θα έρθεις νικητής ή θα πεθάνεις εκεί», του είπε ο πατέρας του.
Είναι ο νεότερος βετεράνος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά την διάρκεια της γερμανικής Κατοχής συνέχισε την αντιστασιακή δράση του.
Συνελήφθη, φυλακίσθηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει. Ξεκινά να βιοπορίζεται ως σερβιτόρος σε ένα καφενείο στο λιμάνι της Πάτρας, προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά του. Έρχεται σε επαφή με πολλούς Ελληνοαμερικανούς και ναυτικούς. Αναλαμβάνει να κάνει τον διαμεσολαβητή στην αποστολή δεμάτων μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής και έρχεται κοντά με τον εκεί ελληνισμό.
Ενημερώνεται για το Ινστιτούτο Hamilton της Νέας Υόρκης όπου μαθαίνει στους νέους να γίνονται επιχειρηματίες κι έτσι, μετά από λίγο, βρίσκεται να φοιτά εκεί.
Επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται ως βοηθός εκτελωνιστή, ενώ αργότερα ανοίγει το δικό του γραφείο (1950).
Το 1963 παντρεύεται την Άννα Φωκά και αποκτούν δύο παιδιά, τον Κώστα και την Αθηνά.
Το 1966 εισέρχεται στον χώρο της ναυτιλίας, αποκτώντας συνολικά 13 εμπορικά πλοία, τα οποία του απέφεραν μεγάλη περιουσία. Τόση, ώστε να θεωρείται από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην ναυτιλία. Τα λεφτά πού έχεις δεν σου ανήκουν: αυτή ήταν η οικογενειακή αρχή με την οποία πορεύτηκε.
Ο Ιάκωβος Τσούνης, όντας ισχυρός επιχειρηματίας, αρχίζει την δεκαετία του 1970 την φιλανθρωπική του δράση, πάντα ανώνυμα.
Όσα κέρδιζε, τα έδινε στις «Άγιες», όπως τις αποκαλεί, ‘Ένοπλες Δυνάμεις και σε όσους δεν είχαν να φάνε.
Ακόμα, συνεισέφερε στην Εκκλησία και τον Πολιτισμό, με την ανέγερση εκκλησιών και μουσείων. Το ένα από τα δύο μουσεία που δημιούργησε, στο Αίγιο, φέρει το όνομά του και σε αυτό φυλάσσονται, μεταξύ άλλων, κειμήλια των προγόνων του και του Παπαφλέσσα.
Για τη φιλανθρωπική του δράση έχει λάβει σημαντικές τιμητικές διακρίσεις. Από τον Χρυσό Λέοντα του γενικού αρχηγείου του ΝΑΤΟ, τον τίτλο του Μέγα Άρχοντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τη διαμνημόνευση Αστέρα Αξίας και Τιμής, ως την ανώτατη τιμητική διάκριση, αυτή της ιδιότητας του Εφέδρου Αξιωματικού βαθμού Υποστρατήγου, το γραφείο του είναι γεμάτο πλακέτες και βραβεία.
«Αυτή είναι η τελευταία επιθυμία μου, να φύγω ξυπόλητος από την ζωή, όπως ξεκίνησα στην αρχή… πεινώντας, της σταδιοδρομίας του»: με αυτή την δήλωση, αφήνει όλη του την περιουσία στην άμυνα της χώρας.
Ο Ιάκωβος Τσούνης, ένας πολεμιστής στο μέτωπο του ’40 αλλά και στην ζωή, ο νέος ευεργέτης του Έθνους, με το ήθος και την ανιδιοτέλειά του μας διδάσκει την αξία της αλληλοβοήθειας και του αγνού πατριωτισμού. Χρειαζόμαστε περισσότερους σαν τον Ιάκωβο Τσούνη.