Πως αναμένεται να κινηθεί στην χώρα μας, συγκριτικά με την υπόλοιπη ΕΕ.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2025 αναμένεται να παραμείνει σημαντικά ταχύτερος από αυτόν της ευρωζώνης, γεγονός που επιταχύνει την εξίσωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος με τον κοινοτικό μέσο όρο. Η υποχώρηση του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση των ονομαστικών μισθών, την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργαζομένους και την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αναμένεται να ενισχύσουν το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.
Επιπλέον, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί περαιτέρω στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα λόγω παραμέτρων όπως η συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας, η οποία πλέον βρίσκεται σε μονοψήφιο ποσοστό (9,4% τον Δεκέμβριο, το χαμηλότερο από τον Μάιο του 2009), καθώς και η αναμενόμενη αύξηση της επενδυτικής δαπάνης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, σε συνδυασμό με την άνοδο της περιουσίας των νοικοκυριών τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να διατηρήσει την ιδιωτική κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών ως τη βασική συνιστώσα του ΑΕΠ.
Από το 2023, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξάνεται με ρυθμό υψηλότερο από τον πληθωρισμό, αντισταθμίζοντας τις απώλειες του 2022 λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της αύξησης του κόστους ενέργειας, το οποίο επηρέασε και άλλες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών.
Πιο συγκεκριμένα, το εισόδημα αυξήθηκε κατά 8,1% το 2023 και κατά 5,6% κατά μέσο όρο το πρώτο εννεάμηνο του 2024, ενώ ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 4% το 2023 και στο 3% το 2024.
Επιπρόσθετα, η αξία του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών στην Ελλάδα παρουσίασε σημαντική ανάκαμψη. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2024, έφτασε τα 956 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 31% σε σχέση με τις αρχές του 2022. Αυτή η αύξηση οφείλεται κατά 13,7% στην άνοδο του χρηματοοικονομικού πλούτου (όπως η αύξηση της αξίας των ομολόγων, μετοχών και καταθέσεων) και κατά περίπου 32% στην αύξηση του μη χρηματοοικονομικού πλούτου, κυρίως λόγω της ανόδου των τιμών των ακινήτων. Παράλληλα, το ιδιωτικό χρέος μειώθηκε κατά περίπου 9% την ίδια περίοδο.