Οι αποφάσεις αυτές θα επηρεάσουν-ανατρέψουν τον προϋπολογισμό και τα σχέδια για τα επόμενα χρόνια.
Αυτή την εβδομάδα δημοσιοποιήθηκε η (μη) απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου σχετικά με τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις που εισήγαγε ο Νόμος Κατρούγκαλου. Οι συνταξιούχοι του δημόσιου τομέα που είχαν προσφύγει έως τις 21 Ιουλίου 2020 (περίπου 370.000 άτομα) και είχαν κερδίσει στην πρώτη φάση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, θα λάβουν τα χρήματα. Αντίθετα, όσοι δεν είχαν προσφύγει δεν θα δικαιωθούν. Οι συνταξιούχοι από το μετοχικό ταμείο της Τράπεζας της Ελλάδος που είχαν προσφύγει στον Άρειο Πάγο και είχαν απορριφθεί, δεν θα λάβουν καμία αποζημίωση. Αν το Δημόσιο επέλεγε να καλύψει όλους τους συνταξιούχους, θα έπρεπε να διατεθούν πάνω από 2,5 δισ. ευρώ, ποσό που δεν υπάρχει στο δημόσιο ταμείο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στα τέλη Φεβρουαρίου (27/2), προγραμματίζεται πιλοτική δίκη στον Άρειο Πάγο, η οποία θα αποφασίσει τον τρόπο υπολογισμού των τόκων για τα δάνεια του Νόμου 3689/2010 (γνωστού ως Νόμος Κατσέλη). Για κάποιο λόγο, ορισμένα ειρηνοδικεία θεωρούν ότι οι δανειολήπτες που εντάσσονται στον εν λόγω νόμο δεν οφείλουν τόκους για το σύνολο του δανείου, αλλά μόνο για τις εκάστοτε δόσεις. Αν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφανθεί υπέρ αυτής της ερμηνείας, τότε μεγάλο τμήμα του σχεδίου «Ηρακλής», που χειρίζεται τα κόκκινα δάνεια, θα καταρρεύσει, απειλώντας με ζημιές άνω του 1 δισ. ευρώ για το Δημόσιο, το οποίο έχει αναλάβει την εγγύηση αποπληρωμής των εν λόγω δανείων μαζί με τους τόκους τους.
Ο συνδυασμός των αποφάσεων για τις συντάξεις και τα δάνεια, εάν καλυφθεί πλήρως από το Δημόσιο, ενδέχεται να δημιουργήσει μια σημαντική οικονομική επιβάρυνση, η οποία πιθανότατα να ξεπερνά τις θετικές οικονομικές επιδόσεις ή το οποιοδήποτε «μαξιλάρι» ασφαλείας του προϋπολογισμού.
Τα δικαστήρια εκδίδουν τις αποφάσεις τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να υπολογίσουν τις οικονομικές συνέπειες αυτών. Επικεντρώνονται αποκλειστικά στο αν ο νόμος τηρήθηκε ή παραβιάστηκε (ακόμη και αν είναι ένας κακός νόμος), χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνέπειες. Τα κριτήρια που καθοδηγούν τη δικαιοσύνη είναι διαφορετικά από εκείνα που καθοδηγούν μια εκλεγμένη κυβέρνηση ή που αφορούν τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν από άλλες κυβερνήσεις.
Οι δικαστικές αποφάσεις, ωστόσο, ανατρέπουν τη γενική πολιτική της κυβέρνησης. Στην περίπτωση της απόφασης για τον Νόμο Κατσέλη, επανέρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα των χρηστών συναλλακτικών ηθών, θεμελιώδης βάση της οικονομίας μας, την οποία πληρώσαμε ακριβά την προηγούμενη δεκαετία. Ενδεχομένως, αυτό να σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας περιόδου εκκαθάρισης των σφαλμάτων του παρελθόντος, όπως αν προσπαθούμε να εξαλείψουμε τα λάθη της προηγούμενης γενιάς εις βάρος της σημερινής.